ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΤΗΣ ΚΟΛΟΡΤΖΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΛΙΟΓΕΦΥΡΟ

Δημοσιεύθηκε: 15/07/2017 16:11 Τελευταία Ενημέρωση: 15/07/2017 16:10 Από: Tachydromos

Προδημοσίευση από το βιβλίο του ερευνητή – συγγραφέα Σπύρου Μαντά «Γεφυρογραφία της Πίνδου»

Είσοδος και έξοδος του Αργυρόκαστρου, μέσω του γεφυριού της Κολορτζής και του Παλιογέφυρου (απόσπασμα χάρτη Μ. Χρυσοχόου / β΄ μισό 19ου αιώνα).

ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΤΗΣ ΚΟΛΟΡΤΖΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΛΙΟΓΕΦΥΡΟ

Η συμβολή τους στην επικοινωνιακή ιστορία του Αργυρόκαστρου…

Όλη την κοιλάδα του Δρίνου διέσχιζε κατά μήκος, ανέκαθεν, ένας πολυσύχναστος δρόμος που, από τα Γιάννινα, οδηγούσε στο Αργυρόκαστρο, το Τεπελένι, κι ακόμη βορειότερα. Το γεγονός, όπως συνέβαινε τότε, πρέπει να θεωρηθεί για τους κατοίκους ταυτόχρονα και συν -τους κρατούσε ενήμερους των εξελίξεων, των γεγονότων- αλλά και πλην -υπέφεραν τα πάνδεινα απ’ τις επιδρομές των κάθε είδους ατάκτων, γι’ αυτό και είχαν στήσει τα χωριά τους στις πλαγιές των βουνών.

Να πούμε πως τούτος ο δρόμος, ο μεγάλος τζαντές όπως τον έλεγαν, είχε εντελώς διαφορετική διαδρομή από ό,τι ξέρουμε σήμερα. Από τα Γιάννινα κατευθυνόταν προς τη Ζίτσα, έμπαινε στο Πωγώνι, κατέβαινε μέσω του ντερβενιού της Επισκοπής στη Δρόπολη την οποία διέσχιζε ακολουθώντας τότε τη δεξιά -κατά τη ροή- όχθη του Δρίνου και λίγο πριν ο τελευταίος συμβάλει στον Αώο (Βιόσα), περνούσε, με τη βοήθεια του γεφυριού του Σούμπαση κάτω από το Μεγάλο Λάμποβο, στην αριστερή και κατέληγε στο Τεπελένι.[1]

Η αρχή του Αργυρόκαστρου μπερδεύεται σε πολλούς θρύλους, με κυριότερο εκείνον της Αργύρως, της πλούσιας βυζαντινής πριγκίπισσας που ’φτιαξε το κάστρο κι έγινε τραγούδι. Στην ιστορία όμως πρωτοαναφέρεται ξεκάθαρα τον 14ο αιώνα, όταν ο Καντακουζηνός μνημονεύει πως «ήσαν δε ουκ ολίγαι πόλεις τότε Μεσοπόταμον ονομαζόμενον και η Σοποτή και η Χειμάρα, προς τούτοις τε Αργυρόκαστρον…».

Το Αργυρόκαστρο για τους Έλληνες (αλλιώς, το Κάστρο), το Γκιροκάστερ για τους Αλβανούς, Έργερι για τους Τούρκους, ξεκινώντας απ’ την αριστερή όχθη του Δρίνου, σκαρφαλώνει ως το Ντουναβάτι, την Ασφάκα, το Παλιορτό, το Μαναλιάτι, όλα τούτα αντερείσματα στο Σοπότι. Αλλά έτσι η πόλη είχε σοβαρό πρόβλημα πρόσβασης στο δρόμο που προαναφέρθηκε, αφού ο Δρίνος, ιδίως το χειμώνα παρέμενε αδιάβατος…

Το πρόβλημα, έντονο, φρόντισαν από νωρίς και έλυσαν ισχυροί εδώ τοπάρχες, κατασκευάζοντας μάλιστα δύο μεγάλα πολύτοξα γεφύρια. Με το ένα, κάτω από το πάλαι ποτέ χωριό Κολορτζή, οι ερχόμενοι από τα Γιάννινα έφταναν με ασφάλεια στην πόλη, ενώ με το άλλο, το λεγόμενο Παλιογέφυρο, την εγκατέλειπαν συνεχίζοντας βόρεια.

Δυστυχώς το ένα από αυτά τα γεφύρια έμελλε να χαθεί οριστικά λίγο μετά τον πόλεμο, ενώ το άλλο, έστω ως μνημείο πια, συνεχίζει να υφίσταται, σηματοδοτώντας την παλαιά επικοινωνιακή ιστορία της περιοχής.

Θα γνωρίσουμε στη συνέχεια τα δύο αυτά σημαντικά γεφύρια και τις περιπέτειές τους στο χρόνο. Συνιστούν, όπως είπαμε, μέρος της ιστορίας του Αργυρόκαστρου, αφού συνέβαλλαν μέγιστα στο να αποτελέσει η πόλη κέντρο, σημείο αναφοράς, αρκετών ολόγυρα επιμέρους περιοχών (Δρόπολη, Πωγώνι, Λιντζουριά, Άνω Ρίζα Λάμποβου) – τα χωριά τους εδώ προωθούσαν τα προϊόντα παραγωγής τους και από εδώ προμηθεύονταν τα αναγκαία.

Το γεφύρι της Κολορτζής ή της Κυράς (Ura e Kordhocës)

Βρίσκεται κοντά στο Αργυρόκαστρο, κάτω από τους Λαζαράτες, στην άκρη του εγκαταλειμμένου πια χωριού Κολορτζή,[2] εξ’ ου και το όνομα.[3] Γεφυρώνοντας τον Δρίνο, επέτρεπε να φτάνει κάποτε στην πόλη, χωρίς προβλήματα, ο μεγάλος τζαντές -ο δρόμος απ’ τα Γιάννινα. Στους παλαιούς χάρτες αναφέρεται και ως γεφύρι του Ισούφ.[4] Δίπλα του υπήρχε και λειτουργούσε χάνι.

Πρόκειται για πολύ μεγάλο, πεντάτοξο γεφύρι, σε αρκετά καλή κατάσταση σήμερα. Το άνοιγμα των τόξων του, με διπλή στρώση θολιτών, κυμαίνεται από 8,80 μ. έως 10,80, ενώ το ύψος τους φτάνει μέχρι και τα 3,20 μ. Η έτσι και αλλιώς βαριά αυτή κατασκευή, για να μην προκαλείται ο Δρίνος στις μεγάλες του κατεβασιές, αλλά και για να ελαφρώνει αισθητικά, διαθέτει τέσσερα ανακουφιστικά παράθυρα στα ισάριθμα μεσόβαθρα, όλα ισομεγέθη, με άνοιγμα, 1,70 μ., και ύψος 2,20, αλλά και χαμηλούς τριγωνικούς προβόλους ανάντι και κατάντι.

Το γεφύρι, ιδιαίτερα μακρύ, πάει σε μήκος στα 80,00 μ., με διάδρομο διάβασης επίπεδο -μόνο στις δύο εξόδους αποκτά κλίση. το πλάτος του αγγίζει τα 3,70 μ., με ωφέλιμο όμως κατάστρωμα 3,25, γιατί στα άκρα υψώνονται στηθαία ύψους και πλάτους αντίστοιχα 0,60 και 0,20 μ. Σημειώνεται τέλος -και προβληματίζει- περίεργη κατασκευή με τέσσερα φουρούσια γαντζωμένη στην κατάντι πλευρά του γεφυριού. Για τη χρηστικότητά της ο Αργύρης Πετρονώτης εξηγεί: «είμαι βέβαιος ότι πρόκειται για υπόλειμμα από τη βάση φυλάκιου προς έλεγχο, ασφάλεια, ή και διόδια της γέφυρας. Και για να μην προβληθεί ολόκληρο το φυλάκιο στο κατάστρωμα και στενέψει το ωφέλιμο πλάτος της γέφυρας μέρος του κτίστηκε εν προβόλω πάνω σ’ αυτά τα καλοκατασκευασμένα φουρούσια».[5] Δεν πρέπει βέβαια να αποκλειστεί και η περίπτωση να πρόκειται για βάση αναθηματικής για τη χορηγό στήλης, που συχνά κοσμεί και μνημονεύει το γεγονός σε τούρκικα γεφύρια.

Το ιστορικό -έτος, χορηγό και τρόπο- κατασκευής του συγκεκριμένου γεφυριού, μας το αποκαλύπτει ο Ιωάννης Λαμπρίδης που σημειώνει πως «…η παρά το χωρίον Κολορτζί, εξ ου και γέφυρα της Κολορτζής ονομάζεται, εκτίσθη (1827) παρά της Χατιτζιές, μητρός του Αργυροκαστρίτου Ταχίρ Μπέϋ. Ουχ ήττον όμως και οι χριστιανοί του Αργυροκάστρου και των πέριξ συνετέλεσαν εις την κατασκευήν της γεφύρας ταύτης, μετακομίσαντες δωρεάν και υλικόν».[6] Να ειπωθεί πως η εν λόγω Χατιτζιέ, η φερόμενη ως χορηγός του έργου, ήταν σύζυγος του Χοντόμπεη, έκτου γιου του ισχυρού τοπάρχη του Αργυρόκαστρου Καπλάν Πασά.

Παλαιότερα, κατά προφορικές τουλάχιστον μαρτυρίες, εξ αιτίας ακριβώς της γυναίκας χορηγού, το γεφύρι φαίνεται πως αποκαλείτο -εναλλακτικά- και γιοφύρι της Κυράς. Υπάρχουν πάντως και δύο γραπτές μαρτυρίες να το επιβεβαιώνουν. Κατά τον Ν. Παπαδόπουλο: «Σπουδαιοτέρα γέφυρα είναι η μεγάλη γέφυρα της Κολοριτζής, η καλουμένη παλαιότερον υπό των Δροπολιτών “γιοφύρι της κυράς”, διότι εθεμελίωσε ταύτην κατά το 1827, η μήτηρ του Ζεΐμπεη, εκ της ιστορικής οικογενείας του Καπλάν Πασά»·[7] κατά τον Βασίλη Διαμάντη: «Μέχρι σήμερα σώζεται το χάνι της Κολορτσής και δίπλα του το μεγάλο γιοφύρι της Κυράς».[8]

Το γεφύρι υπέστη, μαζί με το λίγο πιο κατάντι Παλιογιόφυρο, επισκευή το 1876 με δωρεά του Χρηστάκη Εφέντη Ζωγράφου -η συνολική δαπάνη και για τα δύο γεφύρια ανήλθε στο ποσό των 65.000 γροσίων.[9]

Τέλος αξίζει να σημειωθεί πως στο γεφύρι της Κολορτζής αναφέρεται μία από τις πολλές αλβανικές παραλλαγές-παράλληλα “του γεφυριού της Άρτας” που έχουν καταγραφεί, ενώ στο χώρο του έχουν γυριστεί τρεις τουλάχιστον κινηματογραφικές ταινίες.[10]

Atje poshtë bënej një urë, Πέρα φτιάχναν ένα γιοφύρι, hoj, hoj e mjera unë. όι, όι η κακόμοιρη εγώ. Tre vëllezër që punonin, Τρία αδέρφια το δουλεύαν, dot urën nuk e mbaronin να το στεργιώσουν δεν μπορούσαν ………………………..…[11]

Το Παλιογέφυρο (Ura e Vjeter)

Βρισκόταν στις παρυφές του Αργυρόκαστρου, πάνω στον Δρίνο ποταμό. Εξυπηρετούσε τον δρόμο που έφευγε προς το Τεπελένι, αλλά ταυτόχρονα υπήρξε απαραίτητο πέρασμα και για τα απέναντι, τα σκαλωμένα στις πλαγιές του Λίγκου ή Τσαγιούπ χωριά της Λιούντζης ή Λιουντζουριάς –Κεστοράτι, Σαρακίνιστα, Στεγόπολη, Νόκοβο, Μέγγουλη, Ερίντι κ.ά. «Εξ Αργυροκάστρου…», έγραψε ο Emile Isambert, «διαπερώμεν τον Δρίνον επί γεφύρας τουρκικής σχεδόν απέναντι της πόλεως».[12]

Επρόκειτο για μεγάλο γεφύρι, πολύτοξο και άκρως εντυπωσιακό, που όμως, δυστυχώς, χάθηκε οριστικά μεταπολεμικά. Ωστόσο μία ιδέα τού μεγέθους, της επιβλητικότητάς του, μπορούμε να πάρουμε ακόμη και σήμερα, παρατηρώντας ένα τόξο του που, γερασμένο πια, εξακολουθεί να παραμένει όρθιο -ανοίγει 10,80 μ. κι ανασηκώνεται έως 5,00· το πλάτος του διαδρόμου διάβασης μετράμε 2,90. Ευτυχώς την παλαιά, αρχική του μορφή, γιατί επακολούθησαν αρκετές επισκευές, διέσωσε ο William Martin Leake που βρέθηκε εδώ στις 27 Δεκεμβρίου του 1804. Περνώντας δίπλα από το Αργυρόκαστρο, σημείωσε: «…το αφήσαμε [το Αργυρόκαστρο] στα αριστερά και διαβαίνοντας μια υψηλή στενή γέφυρα τεσσάρων αψίδων κάτω από την πόλη, σταματήσαμε λίγο παραπέρα, σε είκοσι λεπτά, σε μια βρύση».[13]

Μια κάποια εικόνα του γεφυριού, μπορούμε επίσης να έχουμε απ’ τη σύντομη, σαν σκίτσο, περιγραφή του Edward Lear -αυτός πέρασε από εδώ την 1 Νοεμβρίου του 1848 αλλά δυστυχώς δεν το ζωγράφισε: «Γύρω στις τέσσερις φτάσαμε απέναντι απ’ το Αργυρόκαστρο, σε μια γέφυρα πάνω στο Δρίνο, από κείνες τις χωρίς παραπέτα υψηλές τοξωτές κατασκευές, που ανασηκώνονται με τον πιο επικίνδυνο τρόπο έως ότου με μια απότομη κάθοδο να σε φέρουν στην απέναντι όχθη».[14]

Είχε χτιστεί το 1750 από τον Αργυροκαστρίτη Αληζότ πασά,[15] για να συνδέει, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Ι. Λαμπρίδης, «..την πρωτεύουσαν της επαρχίας μετά των Ζωγραφείων διδασκαλείων»! Ο ίδιος μας αναφέρει και το μετέπειτα ιστορικό τής συντήρησης της γέφυρας: «…εν πολλοίς δε βραδύτερον βλαβείσα ανεσκευάσθη (1835) παρά της Αϊσέ, απογόνου του ιδρυτού και μητρός του γνωστού κατά πάσαν την επαρχίαν Ναϊμ Μπέϋ.[16] Άλλ’ όμως και προς την επισκευήν ταύτης μετέσχον και οι χριστιανοί των πέριξ, μετακομίσαντες το υλικόν. Και πάλι δε βλάβας υποστάσαν επιδιώρθωσε δι’ 65000 γρ. κατά το έτος τούτο ο γενναιότατος εν τω ευεργετείν Χρηστάκης Ζωγράφος».[17] Να πούμε πως ο Ζωγράφος έκανε την τελευταία επισκευή, το 1876 συγκεκριμένα, γιατί το γεφύρι είχε σχεδόν αχρηστευτεί από το 1869, όπως μας πληροφορεί η ελληνοτουρκική εφημερίδα «Γιάνγια-Ιωάννινα»: «…κατέπεσαν η γέφυρα του Σούμπαση, κειμένη μεταξύ Αργυροκάστρου και Τεπελενίου ως και άλλη τις κειμένη δυτικώς του Αργυροκάστρου».[18]

Τούτη η επισκευή έγινε κατόπιν παράκλησης προς τον Χρηστάκη Ζωγράφο τού τότε διοικητή του Αργυροκάστρου Χαηρεδήν πασά, αναφέρει σε άρθρο της πάλι η εφημερίδα «Γιάνγια-Ιωάννινα» -μαζί πραγματοποιήθηκε επισκευή και του γεφυριού της Κολορτζής. Διαβάζουμε: «Επιστέλλουσιν εξ Αργυροκάστρου… επειδή τα γλισχρά εισοδήματα της ημετέρας Δημαρχίας δεν επαρκούσιν εις τοιαύτας δαπάνας, αναβαινούσας κατά την έκθεσιν των πραγματογνώμων εις εξήκοντα πέντε χιλιάδας γρόσια, η δε επισκευή των γεφυρών τούτων δι’ εράνου πλείστας όσας θέλει απαντήσει τας δυσκολίας, ο Διοικητής Αργυροκάστρου Ε. Χαηρδήν Πασσάς, ανέφερε τούτο δι’ ιδιαιτέρας επιστολής του εις τον εν Κωνσταντινουπόλει ημέτερον γενναίον συμπατριώτην Ε. Χρηστάκην εφένδην Ζωγράφον, μεθ’ ου δια φιλίας συνδέεται, η δε Α. Εξοχότης τη διακρινούση Αυτήν φιλοπατρία και γεναίοις αισθήμασιν, απεδέξατο προθύμως την πρότασιν της Α. Ε. του ημετέρου Διοικητού, εξαποστείλας αμέσως τας απαιτουμένας δια την επισκευήν των γεφυρών τούτων εξήκοντα πέντε χιλιάδας γρόσια, το δε έαρ άρχονται αι εργασίαι κατά τας επιστημονικάς οδηγίας ας θέλει δώσει ο επί τούτω περιμενόμενος μηχανικός…».[19]

Δυστυχώς οι περιπέτειες του γεφυριού, θεμελιωμένου σε λασπώδες άρα ασταθές έδαφος, έμελλε να συνεχιστούν. Αποδεικτικό νέας σοβαρής ζημιάς του συναντάμε σε περιγραφή της διαδρομής από τη Λιουντζουριά στο Αργυρόκαστρο το 1899: «Πορευόμενοι δε την από Κεστορατίου οδόν προς το Αργυρόκαστρο, απαντώμεν το φρούριον της Αγίας Τριάδος, ακριβώς απέναντι αυτού, κτισθέν υπό του Αλή, προς αντιπερισπασμόν κατά των Αργυροκαστριτών, μη θελόντων να υποκύψωσιν εις αυτόν· και εκείθεν διερχόμενοι τον ποταμόν επί λέμβου, συρομένης δια σχοινίου, διότι η γέφυρα είνε κρημνισμένη, ερχόμεθα εις το Αργυρόκαστρον».[20]

Αγνοούμε πότε είχε συμβεί η νέα ζημιά, κατά τα φαινόμενα σοβαρή αφού ακούσαμε ότι η διέλευση είχε διακοπεί, παραμένει όμως επίσης άγνωστο το πότε ακριβώς επιχειρήθηκε πάλι επισκευή. Τούτη βέβαια θα πραγματοποιήθηκε ξανά υπό τις οδηγίες σπουδασμένου μηχανικού -οι γνώσεις πλέον περισσότερες. Ένα είναι το σίγουρο· πως τα έθιμα διατηρήθηκαν για άλλη μια φορά -έθαψαν, λέει, στα θεμέλια του γεφυριού ένα νήμα που είχε κοπεί στα μέτρα ενός άρρωστου ανθρώπου.[21]

Κατά τα άλλα το γεφύρι φτιάχτηκε τέτοιο, ώστε να εξυπηρετήσει τους καιρούς που έρχονταν. Υπήρχε και λειτουργούσε ακέραιο τουλάχιστον έως το 1947, χρονιά που πέρασε απ’ την περιοχή ο Κροάτης φωτογράφος Branimir Gušić. Δυστυχώς δεν φωτογράφησε το ίδιο το γεφύρι, αλλά αυτό διακρίνεται αρκετά καθαρά στο μακρινό φόντο φωτογραφίας του που απεικονίζει γειτονιά τού Αργυρόκαστρου -στην τελευταία του μορφή έφερε τουλάχιστον έξι τόξα και διάδρομο διάβασης επίπεδο.[22] Από κοντά, ολόκληρο το γεφύρι, με αρκετούς βέβαια νεωτερισμούς, απεικονίζεται σε φωτογραφία του 1940, κατά την κατάληψη της πόλης από τον Ελληνικό στρατό. Και κάτι ακόμη, που μαρτυράει έως σήμερα η μία όρθια του καμάρα: παρά την εκτέλεση των αρκετών επισκευών από μηχανικούς, το γεφύρι δεν απώλεσε εντελώς τα λαϊκά του χαρακτηριστικά -τμήματά του, ολόκληρα τόξα, παρέμεναν ανέπαφα έως το τέλος!

Σπύρος Μαντάς

[1] Η εξ ολοκλήρου νέα χάραξη ξεκίνησε λίγο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα και ολοκληρώθηκε στα τελευταία του χρόνια. Ο δρόμος, στην αριστερή πια όχθη του Δρίνου, θα περνούσε τώρα μέσα από τα χωριά της Δρόπολης.

[2] Η Καλορτζή ή Κολορισή υπήρξε μια καλά οργανωμένη βυζαντινή πολίχνη -ιδρυτής της φέρεται σύμφωνα με την παράδοση αλλά και βυζαντινά δίπτυχα ο Κωνσταντίνος Κολόρης με καταγωγή απ’ το γένος Λιβατοβείου. Η παρακμή άρχισε ήδη από το 1600 -πολλοί κάτοικοι έφυγαν τότε για την Ανατολική Θράκη-, ενώ διαλύθηκε εντελώς το 1897 με την επέλαση των τωρινών Λαζαρατιτών -οι τελευταίοι Κολορτζινοί εγκαταστάθηκαν στη διπλανή Δερβιτσάνη. Στην τούρκικη απογραφή του 1431 αναφέρεται με 53 σπίτια, ενώ ο Β.Δ. Ζώτος-Μολοσσός τη θέλει με «…30 οίκους χριστιανικούς Ελλήνων» (Δρομολόγιον…, 78). Περισσότερα στο, Ανδρέας Ζαρμπαλάς, Ο Άλλος Χάρτης, Αθήνα 2004, 77-79.

[3] Στους Αλβανούς σήμερα είναι περισσότερο γνωστό ως γεφύρι Κορδότσε (Ura e Kordhocës). (Οι Καστρινοί το λάμδα [Κολορτσή] το μετατρέπουν σε δέλτα [Κοδόρτσε, Κορδότσε], με αναγραμματισμό)

[4] Έτσι, Ponte Isuf, το αποκαλεί και ο Antonio Baldacci (L’ Albania con una carta geografica, Roma 1930, 99).

[5] Επιστολή του με ημερομηνία 2.8.2005.

[6] Ιωάννου Λαμπρίδου, Περί των εν Ηπείρω Αγαθοεργημάτων, Μέρος Δεύτερον, Εν Αθήναις 1880, 202.

[7] Νικολάου Κ. Παπαδόπουλου, Η Δρόπολις, τοπογραφία, στο «Η Δρόπολις Βορείου Ηπείρου», Έτος Πρώτον, Έκδοσις της εν Αθήναις Ενώσεως Δροπολιτών “Ο Δρίνος”, Εν Αθήναις 1965, 14. Η ονομασία “γεφύρι της Κυράς” πρέπει να επισκιάστηκε -κι έτσι να υποχώρησε- από το κοντινό ομώνυμο γεγύρι που χτίστηκε κατ’ εντολή της αδερφής του Αλή πασά, Χαϊνίτσας. Σε άλλο του βιβλίο ο ίδιος συγγραφέας έχει σημειώσει: «Τούρκικο απομεινάρι το γιοφύρι της Κολορτσής, χτίστηκε το 1827 από τον Καπλάν Πασά, που ήταν από μάνα Καστερός» (Δροπολίτικα, σειρά Α, Αθήνα 1972, 35).

[8] Βασίλης Διαμάντης, Η Δερβιτσάνη, στο «Η Δρόπολις Βορείου Ηπείρου», Εν Αθήναις 1965, 50.

[9] Εφημερίδα «Γιάνγια-Ιωάννινα», φ. 338 / 31 Μαρτίου 1876.

[10] Πρόκειται για τις “Ja vdekja, ja liri”, 1979 (= Εδώ ο θάνατος, ιδού η ελευθερία), “Muri i gjallë”, 1989 (= Ο ζωντανός τοίχος) και “Dasma e Sakos”, 1998 (= Ο γάμος του Σάκο).

[11] Fatos Mero Rrapaj, Këngë popullore të Labërisë, «Mbledhës të folklorit», Tiranë 1991, 698.

[12] Itinéraire descriptif, historique, et archéologique de l’ Orient par le Dr Emile Isambert. 1re partie Grèce et Turquie d’ Europe. Paris 1873. Μτφ.: Αντ. Μηλιαράκη, Οδοιπορικά Μακεδονίας, Ηπείρου και Θεσσαλίας, Εν Αθήναις 1878, 238.

[13] W. Leake, Travels in Northern Greece, J. Rodwell, London 1835, Vol. I, 26 (Μφρ. Σπ. Μαντάς).

[14] Edward Lear, Journals of a Landscape Painter in Albania, London 1851, 310.

[15] «Αληζότ Πασάς, εις εκ των προκρίτων αγάδων του Αργυροκάστρου…», κατά τον Παναγιώτη Αραβαντινό, «…ανδρείος και ισχυρός εν τη πόλει». Κλήθηκε τούτος στα Γιάννινα για αρχηγός των όπλων του Σουλεϊμάν πασά, τον οποίον διαδέχθηκε στην τοπαρχία μετά το θάνατό του και αφού παντρεύτηκε τη χήρα γυναίκα του (1786), την περιβόητη Πάσενα. Αλλά όταν, δύο χρόνια αργότερα, εκστράτευσε με διαταγή της Υψ. Πύλης κατά των Ρώσων στη Βλαχία, ο Αλή πασάς εκμεταλλευόμενος την απουσία του κατέλαβε την πόλη. Ο Σουλτάνος αναγνώρισε τον Αλή τοπάρχη στα Γιάννινα, τον δε Αληζότ διόρισε πασά κάπου στην Ασία. Πέθανε κοντά στη Σόφια, πηγαίνοντας να αναλάβει τη νέα του θέση. (Π. Αραβαντινού, Περιγραφή της Ηπείρου εις μέρη τρία, Μέρος Γ΄, Ε.Η.Μ., Ιωάννινα 1984, 292-293).

[16] Η Αϊσέ ήταν νύφη του Αληζότ Πασά, γυναίκα τού δεύτερου γιου του Χασάν Μπέη.

[17] Ιωάννου Λαμπρίδου, Περί των εν Ηπείρω Αγαθοεργημάτων, Μέρος Δεύτερον, Εν Αθήναις 1880, 202-203.

[18] Εφημ. «Γιάνγια-Ιωάννινα» φ. 28 / 27 Νοεμβρίου 1869. Μόνο, βέβαια, που η …άλλη γέφυρα δεν είναι δυτικά αλλά ανατολικά του Αργυρόκαστρου.

[19] Εφημ. «Γιάνγια-Ιωάννινα», φ. 338 / 31 Μαρτίου 1876.

[20] Εικονογραφημένον Ηπειρωτικόν Ημερολόγιον «Δωδώνη» υπό Γεωργίου Κ. Γάγαρη, έτος Δεύτερον, Εν Αθήναις 1899, 49.

[21] Zihni Sako, Eléments Balkaniques communs dans le rite de la Balade de l’ Emmurement, “Studia Albanica” 3/1966, 2, 209.

[22] Εκτός από την εικόνα του Branimir Gušić (1947), το γεφύρι μπορούμε να το δούμε -δυστυχώς ίδια σε μακρυνό φόντο- και σε δύο ακόμη φωτογραφίες, η μία του Vandeleur Robinson (1939).

http://periodikodrys.gr/

Κοινοποίηση

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Live Stream

Coming Soon