Η Τουρκία, εμείς και η αλλαγή δόγματος - Του Αλέξανδρου Μαλλιά

Δημοσιεύθηκε: 19/05/2018 12:26 Τελευταία Ενημέρωση: 19/05/2018 12:26 Από: Tachydromos

Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΕΧΕΙ ΚΥΡΙΩΣ ΔΥΟ ΑΞΟΝΕΣ. ΤΗΝ ΑΠΟΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΜΥΝΑ. Η ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΜΕ ΠΟΛΙΤΙΚΟ-ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΑ, ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΜΕΣΑ, ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΟΥΣ ΣΥΝΘΕΤΟΥΝ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΙΣΧΥ ΜΙΑΣ ΧΩΡΑΣ –ΠΩΣ ΔΕΝ ΘΑ ΕΞΑΝΑΓΚΑΣΤΕΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΚΩΝ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΥΠΟ ΤΗΝ ΑΠΕΙΛΗ ΠΟΛΕΜΟΥ– ΣΥΝΙΣΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΡΟΠΗ. Η ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΡΧΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΜΕ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ –ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΠΩΛΕΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΤΡΟΠΗΣ– ΣΥΝΙΣΤΑ ΤΗΝ ΑΜΥΝΑ.

Στη βάση αυτή, το στρατηγικό μας δόγμα ήταν και παραμένει καθαρά αμυντικό. Έχει ως κεντρικό άξονα την αποτροπή, η οποία υποστηρίζεται με το σύνολο της εθνικής ισχύος της χώρας και ιδιαίτερα με πολιτικοδιπλωματικά μέσα στη βάση του ευρωπαϊκού πολιτικού και νομικού κεκτημένου, καθώς φυσικά και με την στρατιωτική ισχύ. Συγκεκριμένα, το ελληνικό στρατηγικό δόγμα, όπως προκύπτει από την μέχρι σήμερα ακολουθούμενη πρακτική:

Α. Είναι αμυντικό

Χαρακτηρίζεται δηλαδή από τη βούληση και την ικανότητά μας να προστατεύσουμε τον εθνικό μας χώρο και την κυριαρχία μας επ’ αυτού. Κινείται σε δύο επίπεδα. Το πολιτικό-διπλωματικό και το στρατιωτικό-επιχειρησιακό. Ο πολιτικός και διπλωματικός παράγων διαμορφώνει και προωθεί τις θέσεις που επιβάλλουν τα συμφέροντά μας. Τα εθνικά συμφέροντα είναι μεν μόνιμα, δεν σημαίνει όμως ότι έχουν πάντοτε την ίδια ιεράρχηση αλλά και ένταση στον χρόνο. Άλλωστε, η ιεράρχηση –η προτεραιότητα ας πούμε– εξαρτάται επίσης από τις περιφερειακές συνθήκες και τη μεταβολή των ισορροπιών συμφερόντων των μεγάλων παικτών.

Η δυνατότητά μας να προωθήσουμε το εθνικό μας συμφέρον συναρτάται ευθέως και άμεσα, πέρα των άλλων, με την κοινωνική και πολιτική συνοχή. Η επισήμανση αυτή έχει βαρύνουσα σημασία για την Ελλάδα λόγω της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης. Η οικονομική κρίση είναι το σύμπτωμα και η εκδήλωση των βαθύτερων και μονιμότερων εστιών κρίσεων. Οι εστίες αυτές, παρά την οικονομική καταστροφή που έχουμε υποστεί με απώλεια άνω του 25% του Α.Ε.Π., δεν φαίνεται να έχουν εκλείψει. Σοβαρότερη ακόμη είναι η κοινή διαπίστωση ότι το πολιτικό σύστημα δεν δείχνει σημεία ωρίμανσης και ανάληψης της ευθύνης. Όχι σχετικά με το παρελθόν. Κυρίως δεν υπάρχει η αίσθηση της σημασίας συνεργασίας για το παρόν και το μέλλον.

Οι πολιτικοί μας ταγοί εξακολουθούν να θεωρούν ο ένας μετά τον άλλο εαυτούς δικαιωμένους από τις εξελίξεις… Ταυτόχρονα, όμως, εξακολουθεί να κυριαρχεί η αντιπαράθεση ως προς το ποιος έχει τη μεγαλύτερη ευθύνη για τη σημερινή τραγική κατάσταση και τα αδιέξοδα στα οποία έχει περιέλθει η Χώρα. Απουσιάζει, δυστυχώς, η απολύτως αναγκαία για την αντιμετώπιση συνθηκών κρίσης πολιτική συνεννόηση και κοινωνική συνοχή.

Η πειθώ και η αξιολόγηση της ισχύος μιας χώρας δεν εξαντλείται μόνο στις αποφάσεις τις οποίες θα λάβει σε στιγμές κλιμάκωσης και κορύφωσης μιας κρίσης, που υποχρεώνουν και απαιτούν ως ύστατο και αναπόφευκτο μέσο την προσφυγή και στην στρατιωτική εμπλοκή. Η «αποτροπή», ο «περιορισμός», η «ανάσχεση» και η «ανταπόδοση» πρέπει να αποτελούν το πλαίσιο της αμυντικής μας πολιτικής έναντι της Τουρκίας. Οι δύο πρώτοι όροι χρησιμοποιήθηκαν για τη διαμόρφωση του Δόγματος των ΗΠΑ έναντι της Σοβιετικής Ένωσης στον ψυχρό πόλεμο.

Το πλαίσιο, δηλαδή, της ανταγωνιστικής συνύπαρξης των δυο πυρηνικών υπερδυνάμεων που αναγκαστικά κινήθηκαν στον αμοιβαίως οριζόμενο και επιτρεπόμενο χώρο που τοποθετείται σε ένα μαθηματικό σύνολο μεταξύ «του καρώτου και της ράβδου». Όσο και αν ακούγεται παράξενο, αυτό ακριβώς το πεδίο αντιπαράθεσης και ανταγωνισμού μεταξύ των δύο πυρηνικών υπερδυνάμεων και των συμμάχων τους στο ΝΑΤΟ και στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας ήταν γεωγραφικά προσδιορισμένο. Η μετάβαση από τον ψυχρό πόλεμο στην «ύφεση και στη συνεργασία», όπως επικυρώθηκε από την Τελική Πράξη του Ελσίνκι, τον Αύγουστο του 1975.

Β. Είναι διπλωματικό

Η αποτροπή, ο περιορισμός και η ανάσχεση –με την ευρεία δηλαδή έννοια– είναι αρχές αναπόφευκτες και αναγκαίες. Δεν είναι όμως αποτελεσματικές εφόσον χρησιμοποιούνται μόνο όταν βρεθούμε στο «κατώφλι της σύγκρουσης». Περιορισμός και ανάσχεση του αντιπάλου –όροι διαφορετικοί μεταξύ τους– σημαίνει, ή πρέπει να σημαίνει, επίσης και την σταδιακή και προοδευτική προβολή εμποδίων, ώστε να μην επαναλαμβάνει καθημερινά τις επιθετικές του ενέργειες. Δεν περιορίζονται μόνο στον αμυντικό / επιχειρησιακό τομέα. Πριν φτάσουμε εκεί, θα πρέπει να έχουμε σχεδιασμένο πινάκα πολιτικών και διπλωματικών δράσεων.

Σωρευτικά, λοιπόν, τα στοιχεία αυτά θα πρέπει αποτελούν μέρος και «υποσύνολο» της σταθερής εθνικής πολιτικής την οποία, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, έχουν ακολουθήσει όλες οι πρόσφατες κυβερνήσεις, των συνεχών δηλαδή προσπαθειών κατευνασμού, συνεννόησης, συνεργασίας και διαλόγου –στη βάση όμως του διεθνούς δικαίου– με την Τουρκία. Βασίζονται στην αρχή της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών.

Η Ελλάδα κατά κανόνα προτάσσει το διεθνές δίκαιο πρωτογενές και παράγωγο. Η Τουρκία κατά παράδοση, επίσης, ήδη από το 1973, προτάσσει τη βία και τη συνειδητή απειλή πολέμου σε ποικίλους τόνους και με διαφορετικά κατά περίοδο χρώματα και αποχρώσεις. Ως εφικτή επιλογή μας εφαρμόζεται η πολιτική της «υπομονής και επιμονής». Κάποιοι την ονομάζουν «στρατηγική υπομονή και ψυχραιμία».

Η γενικευμένη κατάσταση απώλειας ψυχραιμίας των ηγητόρων της Τουρκίας, η έλλειψη θεσμικού πολιτικού αντίβαρου και δημοκρατικού αντίλογου στη γειτονική μας χώρα και η ψυχολογική ετοιμότητα του προέδρου Ερντογάν να κάνει ακόμη και την πιο απρόβλεπτη κίνηση προκειμένου να πετύχει τους προσωπικούς του πολικούς στόχους, επιβάλλει την εξάντληση όλων των υπαρκτών διαύλων επικοινωνίας μας με την Τουρκία. Θεωρώ χρήσιμη και σκόπιμη την άμεση και συνεχή επικοινωνία στο υψηλότερο πολιτικό επίπεδο. Ειδικά, στη φάση αυτή που, από τη δική μας πλευρά, απαιτείται αποφασιστικότητα συνάμα δε και ηρεμία και σύνεση.

Η στρατιωτική εμπλοκή

Η στάση μας δεν είναι δυσνόητη και περίπλοκη. Η στρατιωτική εμπλοκή δεν ήταν και δεν είναι επιλογή της Ελλάδος. Εάν όμως καταστεί αναπόφευκτη με πρωτοβουλία της γειτονικής Τουρκίας, η Ελλάδα διαθέτει τη θέληση και την επιχειρησιακή ετοιμότητα να απαντήσει. Πέραν των όσων αναφέρθηκαν ήδη, καλόν είναι να προσθέσουμε επίσης και την «αρχή της αναλογικότητας», η οποία φαίνεται ότι διέπει τη δέσμη των δικών μας απαντήσεων στις καθημερινές επιθετικές οχλήσεις και ενέργειες των Τούρκων στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Ας σημειώσουμε, όμως, ότι η επίκληση της εν λόγω αρχής δεν είναι απολύτως ακριβής. Αναλογικότητα σημαίνει ανάλογη με την πρόκληση απάντηση.

Αναχαιτίζουμε μεν τις επιχειρήσεις του αντιπάλου στο καθημερινό αεροναυτικό θέατρο επιχειρήσεων στο Αιγαίο, αλλά δεν προβαίνουμε σε παραβιάσεις του τουρκικού εναερίου χώρου. Η αρχή της αναλογικότητας ως θέση αφορά κυρίως στην ευέλικτη αντίδραση στη διάρκεια μιας κρίσης με πολιτικό στόχο την επίτευξη ανταπόδοσης αντίστοιχης με την εχθρική ενέργεια, ώστε το πολιτικό αποτέλεσμα να ακυρώνει κάθε προσπάθεια επιβολής τετελεσμένων.

Επιπλέον, η συμμετρία και η αναλογία υπάρχουν, ισορροπούν θα έλεγα καλύτερα, μεταξύ ισοδύναμων. Ή έστω μεταξύ δυο παικτών ενός μαθηματικού παιγνίου, οι οποίοι θεωρούν ότι έχουν ίσες ευκαιρίες προώθησης και εν τέλει επιβολής των θέσεών τους. Τέλος, ο θεωρούμενος ότι αντιδρά αμυντικά κατ’ αναλογία, έχει παγιωμένα και προβλέψιμα κατά τεκμήριο αντανακλαστικά.

Γ. Είναι ευρωπαϊκό Η ριζική αναθεώρηση της εθνικής μας πολιτικής έναντι της Τουρκίας ταυτίσθηκε ήδη στη δεκαετία του ‘90 με την, ορθή και επιβεβλημένη από τις τότε επικρατούσες συνθήκες, απόφαση «Κοινοτικοποίησης» των Ελληνό-Τουρκικών προβλημάτων. Δρομολογήθηκε με επιτυχία στο Ελσίνκι, τον Δεκέμβριο του 1999. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, ακολουθώντας όμως παράλληλη και αυτόνομη πορεία, άνοιξε ο δρόμος για να γίνει η Κυπριακή Δημοκρατία μέλος της ΕΕ. Ας μην υποτιμήσουμε την ιστορική σημασία του εγχειρήματος. Εν συνεχεία, τον Οκτώβριο του 2005, βρήκε την πληρέστερη καταγραφή των έναντι της Ελλάδος και της Κύπρου δεσμεύσεων που ανέλαβε η Τουρκία, προκειμένου να ανοίξουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις στην ΕΕ.

Οι δεσμεύσεις καταγράφονται αναλυτικά τόσο στην Έκθεση της Κομισιόν όσο –και το σημαντικότερον– στα Συμπεράσματα του Συμβουλίου Υπουργών Εξωτερικών της 2ας Οκτωβρίου 2005. Αν δώδεκα χρόνια αργότερα, κάνουμε μια αποτίμηση των υποχρεώσεων και δεσμεύσεων που ανέλαβε η Άγκυρα και των πράξεών της διαπιστώνουμε ότι: οι περισσότερες έναντι της Ελλάδος και της Κυπριακής Δημοκρατίας δεσμεύσεις, που οικειοθελώς ανέλαβε η κυβέρνηση του Πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, δεν έχουν υλοποιηθεί. Άρα;

Το Ευρωπαϊκό πλαίσιο υπήρξε, σωστά κατά τη γνώμη μας, περίπου για δύο δεκαετίες το θεμέλιο της πολιτικής μας έναντι της Άγκυρας. Σήμερα, η ευρωπαϊκή αυτή διάσταση, λόγω των εξελίξεων στην Ένωση, αλλά κυρίως στην προβληματική πλέον δημοκρατία στην Τουρκία, περιορίζεται και υποχωρεί. Εμείς, καλά κάνουμε και συνεχίζουμε να λέγουμε δημόσια –μόνοι ξανά στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης– ότι «η πλήρης και συνολική εφαρμογή από την Τουρκία των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει θα την οδηγήσει σε πλήρη ένταξη».

Άλλοι δρόμοι και λύσεις δεν ήταν και δεν είναι η δική μας βέλτιστη επιλογή. Παρότι γνωρίζουμε –η Άγκυρα επίσης το αντιλαμβάνεται– ότι σήμερα στην ΕΕ, με την εξαίρεση ίσως της Ελλάδος και της Κυπριακής Δημοκρατίας για δικούς τους λόγους, ουδείς συμφωνεί ή αποδέχεται ότι η σημερινή Τουρκία του Πρόεδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και της δικής του ομάδας έχει κοινά σημεία με την άλλη Τουρκία, που οι κύριοι Ερντογάν, Γκιουλ και Νταβούτογλου έπεισαν ότι είχε θέση στην Ευρώπη.

Ποια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική;

Επιπλέον, αν λάβουμε υπόψη τη μετωπική πολιτική και ιδεολογική σύγκρουση μεταξύ της ηγεσίας και του πολιτικού συστήματος της Τουρκίας και τους πρωτοφανείς χαρακτηρισμούς που εκτοξεύθηκαν τον τελευταίο καιρό από την Άγκυρα εναντίον ηγετών και χωρών κρατών-μελών του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να αντιληφθούμε ότι: η πολιτική της Ελλάδος που χαράχθηκε έναντι της Τουρκίας από το 1998 και μετά, χρήζει αναθεώρησης και αλλαγής. Επιβάλλεται μια πλέον πραγματιστική προσέγγιση. Μια προσέγγιση, δηλαδή, που αντανακλά την πραγματικότητα και όχι τις δικές μας επιθυμίες. Όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, η ένταξη της γειτονικής μας χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι ορατή ούτε και εφικτή.

Να σημειώσουμε όμως ότι μέρος της ευθύνης έχει και η Ευρώπη. Με τα ολέθρια σφάλματα και την έλλειψη πολιτικής διορατικότητας και σχεδίου για την Επομένη Ημέρα, ακολούθησε αλλοπρόσαλλη, ανομοιογενή, αντιφατική και εν τέλει λάθος πολική στη Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική κατά τη διάρκεια της λεγόμενης «Αραβικής Άνοιξης». Οι επεμβάσεις μας έφεραν το χάος. Οι επιπτώσεις του χάους, μεταξύ άλλων και μέσω του προσφυγικού, κλονίζουν σήμερα την ίδια την Ευρώπη. Χάσμα μεταξύ στόχων και αποτελέσματος.

Τη στιγμή που γράφεται αυτό το κείμενο προβληματισμού (Ιούλιος 2017) η αδυναμία και απροθυμία να λάβουμε κοινή θέση σε σχέση με τη διαχείριση των προ του δημοψηφίσματος επισκέψεων αξιωματούχων της Τουρκίας στα κράτη-μέλη της Ένωσης έδωσε για μια ακόμη φορά την εικόνα μιας αντίδρασης πολλών ταχυτήτων και πολιτικών και οικονομικών σκοπιμοτήτων. Διαφορετική έναντι των Τούρκων πολιτική στάση μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας. Άρα, για ποια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική μιλάμε;

Συμπέρασμα. Η Ελλάδα –προφανώς δε και η Κύπρος– θα εξακολουθούμε να λέγουμε –διότι αυτό μας συμφέρει– ότι υποστηρίζουμε την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ. Έχοντας όμως συνειδητοποιήσει πλέον ότι είμαστε οι μόνοι ίσως που το πιστεύουμε. Κυρίως όμως ότι δεν πρόκειται να γίνει πραγματικότητα στο ορατό –μια 30ετία– τουλάχιστον μέλλον. Άρα, και στην περίπτωση αυτή, χρειάζεται μια συνολική επαναχάραξη της ελληνικής πολιτικής απέναντι στη νέα Τουρκία. Η πολιτική αυτή προϋποθέτει την αποκατάσταση της ισορροπίας ισχύος, η οποία δεν είναι αποκλειστικά στρατιωτικής μορφής.

Slpress.gr

Κοινοποίηση

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Live Stream

Coming Soon