24 Ιουνίου 1992: Η εκλογή του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου

Δημοσιεύθηκε: 23/06/2018 19:07 Τελευταία Ενημέρωση: 25/06/2018 10:04 Από: Tachydromos

Στην ιστορία της ανασύστασης της υπό των κομουνιστικών διωγμών διαλυμένης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας η εκλογή του έως εκείνη την ώρα και από το 1991 Εξάρχου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Αλβανία Μητροπολίτη Ανδρούσης κ. Αναστασίου , στη θέση του Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας, αποτελεί το πιο ουσιαστικό γεγονός. Πρόκειται για μια βασική απόφαση της Οικουμενικού Πατριάρχη και της περί Αυτού Συνόδου που σφράγισε τις εξελίξεις και αποτελεί σήμερα ένα απ’ τα πλέον ζωντανά παραδείγματα της θαυματουργικής πρόνοιας του Θεού. Δεν είναι ότι τιμήθηκε δια της πράξεως αυτής το πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου. Είναι στην ουσία εκείνος που τίμησε το θρόνο της ρημαγμένης έως τότε Εκκλησίας στην Αλβανία.

Τα πλούσια χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος στο πρόσωπο του: η σπάνια σοφία, η ανιδιοτελής θυσία, η αγάπη χωρίς διάκριση, οι οργανωτικές του ικανότητες, η απέραντη υπομονή και άλλα πολλά που έχουν γραφτεί και είναι πλέον γνωστά έχουν επιφέρει αυτό το αποτέλεσμα οι λεπτομέρειες του οποίου είναι λίγο – πολύ γνωστές, που χαροποιεί του Ορθοδόξους στην Αλβανία αλλά και τον Ορθόδοξο κόσμο ολόκληρο.

Πρόκειται για την απόφαση της 24ης Ιουνίου 1992. Το γεγονός έχει και άλλες διαστάσεις στις οποίες ίσως δεν έχει δοθεί η αρμόζουσα σημασία στην προσέγγιση και ανάλυση. Δια της απόφασης αυτής το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν επιβεβαίωσε απλά το προνόμιο που έχει ώστε εκεί να λαμβάνονται οι αποφάσεις για τις εκκλησίες που βρίσκονται σε ένδυα ή που υπό συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες διαλύθηκαν. Ούτε η εκ των υστέρων ασφαλή επικρότηση για την ορθότητα της απόφασης στο πρόσωπο του Αναστασίου. Είναι σταθμός η απόφαση αυτή και ειδικά ο τρόπος πως οδηγήθηκαν εκεί τα πράγματα και για έναν επιπλέον λόγο. Με την εξέλιξη αυτή και τους εν συνεχεία χειρισμούς επισφραγίστηκε η αποκατάσταση της σχέσης της Ορθοδόξου κοινότητας στην Αλβανία με τον Οικουμενικό Θρόνο.

Ας θυμηθούμε ότι ο Αρχιεπίσκοπος είχε θέσει όρο για την αποδοχή της πρότασης τα εξής: να το θέλει η Σύνοδος στο Φανάρι, να το επιθυμεί ο Ορθόδοξος λαός της Αλβανίας και να το σεβαστούν οι κρατικές αρχές της χώρας. Μελετώντας κανείς τις συνθήκες που είχαν επικρατήσει όλο τον προηγούμενο αιώνα οι όροι αυτοί δεν τέθηκαν απλά για να υπάρξει ηρεμία στην άσκηση των μετέπειτα καθηκόντων. Ήταν ενόραση σε βάθος τόσο της προηγούμενης ιστορίας όσο και των πιθανοτήτων ώστε το βήμα αυτό αντί να λύσει προβλήματα να προσθέσει εντάσεις.

Να αναφέρουμε ότι της ίδρυσης του αλβανικού κράτους με την υποχώρηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας είχαν προηγηθεί κινήματα που απέβλεπαν στην αφύπνιση αλβανικής συνείδησης. Ξένες προπαγάνδες είχαν επωφεληθεί απ’ αυτό να καλλιεργήσουν ανθελληνισμό και κυρίως να διαταράξουν την παραδοσιακή κληρονομιά της αφοσίωσης των πληθυσμών των Ορθοδόξων στις περιοχές της σημερινής Αλβανίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το κίνημα των Νόλη και άλλων στη συνέχεια οδήγησαν τις πνευματικές και διοικητικές σχέσεις του Ορθόδοξου λαού και των εκκλησιαστικών δομών με το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε κατάσταση πλήρους ρήξης και εχθρότητας.

Η πράξη αποκατάστασης αυτών των σχέσεων έγινε με την πρωτοβουλία του Πατριαρχείου για την παραχώρηση στην Εκκλησία της Αλβανία του Αυτοκεφάλου. Η διαδικασία όμως εξομάλυνσης και επιστροφής της Εκκλησίας αυτής στην κανονικότητα διακόπηκε και πάλι βίαια με την φασιστική κατοχή απ’ την Ιταλία της Αλβανίας. Οι φασιστικές αρχές επιδιώκοντας την καλλιέργεια μισελληνισμού στους κόλπους των Ορθοδόξων αλβανοφώνων και επωφελούμενοι ότι στις δομές της Εκκλησίας υφίστανται ακόμη πρόσωπα και πνεύμα εκείνων που είχαν αναμειχθεί στο βίαιο σχίσμα απ’ το Φανάρι, είχαν δρομολογήσει αποφάσεις που ακυρώθηκαν λόγω της νίκης του Ελληνικού στρατού επί των Ιταλών που αποσκοπούσαν την οριστική διάλυση της Ορθοδόξου Εκκλησίας και την ενοποίηση της δια της Ουνίας με την Καθολική Εκκλησία της Ρώμης.

Η συνέχεια είναι μετά γνωστή όπου τόσο τις πρώτες δύο δεκαετίες του κομουνιστικού καθεστώτος όσο ειδικά στη συνέχεια με την πλήρη απαγόρευση της Εκκλησίας και της λατρευτικής ζωής ούτε καν μπορούσε να γίνει λόγος για κανονική Εκκλησία και επικοινωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Για το λόγο αυτό η εκλογή του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου ώστε να ηγηθεί της Εκκλησίας στην Αλβανία έχει προσδιορίσει συν τις άλλοις την απολύτως ταυτισμένη με τους εκκλησιαστικούς κανόνες επικοινωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και κατά συνέπεια με όλες τις αδελφές Ορθόδοξες Εκκλησίες ανά τον κόσμο.

Ο ειρηνοποιός Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος δεν κατόρθωσε ειρήνη μόνο στο εσωτερικό της Εκκλησίας του για πλέον των 27 ετών αλλά και ήρεμη σχέση και ειρήνη με όλες τις άλλες Εκκλησίες και ειδικά με το Πρωτόθρονο Οικουμενικό Πατριαρχείο, πράγμα καθόλου αυτονόητο σε μια περιοχή και ιστορική περίοδο όπως η σημερινή.

Αναστάσιμη απόφαση για την Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία στην Αλβανία, αλλά και απόφαση που αποκατέστησε κάτι που ο λαός της επιθυμούσε πολύ και παρά τις βίαιες πιέσεις όλου του προηγούμενου αιώνα όπως περιγραφικά αναφέρθηκαν πιο πάνω, δεν είχε ποτέ αμφισβητήσει.

Κοινοποίηση

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Live Stream

Coming Soon