Η σκληρή πραγματικότητα της αποτυχίας της ελληνικής πολιτικής στα Βαλκάνια

Δημοσιεύθηκε: 27/10/2018 17:53 Τελευταία Ενημέρωση: 27/10/2018 17:53 Από: Tachydromos

Οι μακροσκελείς δηλώσεις του πρωθυπουργού και υπουργού Εξωτερικών Αλέξης Τσίπρα και του απελθόντος πολιτικού προϊσταμένου της Διπλωματικής Υπηρεσίας Νίκου Κοτζιά περιέχουν πολλές αμοιβαίες φιλοφρονήσεις (ενδεικτικές του μεγάλου ρήγματος που υποτίθεται ότι καλύπτουν) και πανηγυρικές δηλώσεις για τη Συμφωνία των Πρεσπών, χωρίς να αγγίζουν τη σκληρή πραγματικότητα της αποτυχίας της ελληνικής πολιτικής στα Βαλκάνια.

Γράφει ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΤΑΡΚΑΣ

ΠΗΓΗ: SLpress

Τα προβλήματα των Βαλκανίων (ορισμένα με προϊστορία πολλών δεκαετιών και άλλα γεννηθέντα κατά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας το 1991) είναι πολύπλοκα. Οι ελληνικές αστοχίες θα ήταν άδικο να αποδοθούν μόνον στη σημερινή κυβέρνηση, αλλά είναι ξεκάθαρο ότι όχι μόνον δεν σημείωσε την παραμικρή πρόοδο στην επίλυσή των προβλημάτων, αλλά τα επιδείνωσε.

Συγκεκριμένα, η Αλβανία, παρά τη βελτίωση του διμερούς κλίματος, παραμένει σε στάση αντιπαλότητας έναντι της χώρας μας ιδίως ως προς τα ζητήματα της ελληνικής εθνικής μειονότητας και τις θαλάσσιες ζώνες.

Η Σερβία και το Κόσοβο, αν και ξεχωριστά εκφράζουν εγκώμια για τις σχέσεις τους με την Ελλάδα, της χρεώνουν συνυπευθυνότητα για την ασαφή στάση της ΕΕ στο σχέδιο της μεταξύ τους αλλαγής συνόρων και εδαφικών διευθετήσεων.

Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη κλυδωνίζεται μετά τις εκλογές της 7ης Οκτωβρίου και θεωρεί αρνητικό το κλίμα στα Βαλκάνια μετά το αποτυχημένο δημοψήφισμα στα Σκόπια και την κοινοβουλευτική διαδικασία με τους αποστάτες του VMRO.

Η δε ΠΓΔΜ υπερ-προβάλλει την ψευδεπίγραφη «μακεδονική ταυτότητα», που της απονεμήθηκε στις Πρέσπες, και καταρρίπτει το επιχείρημα Τσίπρα-Κοτζιά περί κλεισίματος του μετώπου.

Πιο ασταθή τα Βαλκάνια

Παρά τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς περί σταθερότητας και ότι, χάρη στις Πρέσπες, η Ελλάδα δεν είναι πλέον μέρος της βαλκανικής κρίσης και ανοίγει ο δρόμος για οικονομική ανάπτυξη στην περιοχή, η πραγματικότητα δείχνει το ακριβώς αντίθετο: η Ελλάδα, το πολιτικό της σύστημα και τα Βαλκάνια βρίσκονται σε πιο ασταθή κατάσταση συγκριτικά με την περίοδο πριν από την έναρξη των διαβουλεύσεων με την ΠΓΔΜ, στο Νταβός, τον περασμένο Ιανουάριο.

Πολύ περισσότερο συγκριτικά με πέρυσι τον Οκτώβριο, όταν η ελληνική πλευρά ανακοίνωνε σε Αμερικανούς γερουσιαστές, στην Ουάσιγκτον, τις μυστικές συνεννοήσεις που είχε ήδη αρχίσει με τα Σκόπια, χωρίς πίεση από το Στέητ Ντηπάρτμεντ. Προς υποστήριξη της εκτίμησης περί βαλκανικού χάους, Έλληνες και ξένοι διπλωμάτες σημειώνουν τις εξής -δημόσιες και παρασκηνιακές- εξελίξεις:

Πρώτον, στo πλαίσιο ειδικής συνάντησης στελεχών της Κομισιόν με διπλωμάτες των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, οι τελευταίοι παρουσίασαν μία ζοφερή εικόνα για το μέλλον της περιοχής. Κύριος λόγος είναι ότι, παρά τη θέλησή τους για μεταρρυθμίσεις και την υλοποίηση μερικών από αυτές, η ΕΕ δεν προσφέρει κάτι χειροπιαστό π.χ. τον ορισμό ρεαλιστικού χρονοδιαγράμματος για την ένταξή τους.

Δεύτερον, το συμπέρασμα της Αθήνας από διαδοχικές επαφές με τα Τίρανα είναι ότι τα στελέχη της αλβανικής κυβέρνησης πρέπει πρώτα να συμφωνήσουν μεταξύ τους (και στη συνέχεια με τα υπόλοιπα κόμματα) ποιο επιθυμούν να είναι το πλαίσιο σχέσεών τους με την Ελλάδα και την ΕΕ, καθώς ο υφιστάμενος διάλογος δεν οδηγεί πουθενά.

Υπό ειδική περίπτωση Τρίτον, παρά την προσωπική φιλία του κ. Τσίπρα με τον πρόεδρο της Σερβίας Βούτσιτς, το Βελιγράδι αμφιταλαντεύεται ως προς τις κύριες επιλογές του. Ο κ. Βούτσιτς διστάζει ξαφνικά να προωθήσει το σχέδιο επανακαθορισμού των συνόρων, επειδή διαπιστώνει πως η ΕΕ (σε αντίθεση και με τις ελληνικές υποσχέσεις) δεν θα τον επιβραβεύσει με ένταξη της Σερβίας. Η υπόθεση περιπλέκεται περισσότερο αν ληφθεί υπόψη ότι ο κ. Τσίπρας είχε δηλώσει στη ΔΕΘ πως «αν υπάρξει συμφωνία που θα έδινε την προοπτική μίας λύσης, εμείς δεν θα είχαμε κανένα λόγο παρά να τη χαιρετίσουμε».

Η δήλωση του πρωθυπουργού διέφερε από την ακριβή θέση του υπουργείου Εξωτερικών επί Κοτζιά, καθώς διευκρινιζόταν σε ξένους συνομιλητές πως η αλλαγή συνόρων θα υποστηριζόταν υπό την προϋπόθεση της «ειδικής περίπτωσης», χωρίς εφαρμογή σε άλλα ζητήματα. Φυσικά, η θεωρία περί «ειδικές περίπτωσης» είναι σαθρή και πολύ επικίνδυνη, επειδή κανείς δεν θα δεσμευόταν απ’ αυτήν στο μέλλον και επειδή η Τουρκία ομιλεί, εδώ και δεκαετίες, περί «ειδικής περίπτωσης» και του Αιγαίου.

Τέταρτον, οι εξελίξεις με την ΠΓΔΜ βρίσκονται πια στο δρόμο της πολιτικής και διπλωματικής σχιζοφρένειας. Η ελληνική κυβέρνηση δηλώνει περιχαρής για την επιτυχία Ζάεφ να εξασφαλίσει 80 έδρες για τη συνταγματική αναθεώρηση, ενώ ταυτόχρονα αγωνιά αν η ίδια θα καταφέρνει σε λίγους μήνες να συγκεντρώσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία 151 εδρών για τη διατήρησή της στην εξουσία.

Επίσης, την ώρα που η ΕΕ οραματίζεται πως η ΠΓΔΜ θα αποτελέσει ανάχωμα της ρωσικής επιρροής στα Βαλκάνια, αξιωματούχοι της κυβέρνησης Ζάεφ δηλώνουν πως συντάσσονται με τις διακηρύξεις των Βρυξελλών με την εξαίρεση ορισμένων κυρώσεων έναντι της Μόσχας. Με βάση όλα αυτά, μάλλον πιο ειλικρινής (και αποδοτική για τα δικά της συμφέροντα) είναι η στάση της Ουάσιγκτον. Ο -διαρκώς ανερχόμενος- βοηθός υπουργός Εξωτερικών Γουες Μίτσελ τόνισε, σε εκδήλωση του Atlantic Council, πως η βούληση του «μακεδονικού» λαού στρέφεται προς τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, χωρίς να σχολιάσει το κόστος για την Ελλάδα ή τα λάθη της ΕΕ!

Κοινοποίηση

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Live Stream

Coming Soon