Βόρεια Ήπειρος: η ζωή μετά

Δημοσιεύθηκε: 17/12/2018 16:35 Τελευταία Ενημέρωση: 17/12/2018 17:30 Από: Tachydromos

Την ημέρα του μνημοσύνου του Κωνσταντίνου Κατσίφα, το «Κ» επισκέφτηκε τα χωριά της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία, συνομίλησε με τους κατοίκους και κατέγραψε την περηφάνια, την πικρία και τα όνειρά τους.

Έχει χαράξει πια όταν τα πρώτα ελληνικά αυτοκίνητα φτάνουν στον σταθμό της Κακαβιάς, στα σύνορα Ελλάδας και Αλβανίας, με προορισμό τους Βουλιαράτες για το μνημόσυνο του Κωνσταντίνου Κατσίφα. Οι έλεγχοι είναι εξονυχιστικοί. Οι αστυνομικοί κάνουν ερωτήσεις, ανοίγουν βαλίτσες, ψάχνουν πορτ μπαγκάζ και στο τέλος απαγορεύουν την είσοδο στους περισσότερους Έλληνες. «Τώρα εσείς πίσω σπίτι», μου λέει σε σπαστά αγγλικά ο αστυνομικός, αφήνοντάς με άφωνη. Χρειάστηκαν περίπου τρεις ώρες αναμονής, επιβεβαιώσεις άνωθεν πως δεν εμπλέκομαι σε τρομοκρατική οργάνωση και μερικά γλυκερά χαμόγελα, για να καταφέρουμε να πάρουμε επιτέλους την πολυπόθητη άδεια εισόδου.

Πέρα από τα σύνορα, ξημέρωμα στα χωριά της Βορείας Ηπείρου.

Οι Βουλιαράτες απέχουν μόλις λίγα χιλιόμετρα από τα σύνορα. Στο κινητό το σήμα παραμένει ελληνικό, ενώ το ραδιόφωνο πιάνει τους ακριτικούς σταθμούς. Το χωριό είναι απ’ άκρη σ’ άκρη στολισμένο με ελληνικές σημαίες, δίνοντας την εντύπωση πως ο χρόνος σταμάτησε στην 28η Οκτωβρίου, ημέρα που έπεσε νεκρός ο 35χρονος ομογενής.

Πριν και μετά. Το μνημόσυνο του Κωνσταντίνου Κατσίφα στους Βουλιαράτες.

Μια ηλικιωμένη γυναίκα με ένα λευκό μαντίλι στα μαλλιά ξεκόβει από τον πολύ κόσμο, ανάβει ένα κεράκι στη μνήμη του «παλικαριού», όπως τον λέει, και έπειτα ξεκινάει να περπατάει αργά αργά την ανηφόρα προς το σπίτι της. Στα 90 της χρόνια, η κυρία Βικτωρία δεν είναι η πρώτη φορά που βλέπει τη μειονότητα να «πληγώνεται» και τη σχέση με το αλβανικό κράτος να εντείνεται. Έχοντας γεννηθεί μόλις λίγα χρόνια μετά την επίσημη αναγνώριση της μειονότητας, το 1921, έχει βιώσει από πρώτο χέρι όλες τις δυσκολίες των ομογενών.

Οι αναμνήσεις της κυρίας Βικτώριας

Ο θάνατος του Κωνσταντίνου τής φέρνει στο μυαλό έναν άλλο Κώστα που χάθηκε πριν από πολλά χρόνια. Η ίδια ήταν κοριτσάκι όταν ξέσπασε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος και ο δικός της Κώστας ήταν ένας από τους Έλληνες στρατιώτες που έβαζαν τότε οι Βορειοηπειρώτες στα σπίτια τους για να προστατευτούν και να βρουν ζεστασιά. Ο νέος άντρας κάθισε επτά ημέρες στο πατρικό της και την επομένη σκοτώθηκε. Τον έκλαψε σαν αδελφή του, μας αφηγείται.

Η κ. Βικτωρία Μπράτση θυμάται τις δύσκολες εποχές στη Βόρεια Ήπειρο.

Οι μάχες γίνονταν στην πλαγιά απέναντι ακριβώς από το σπίτι της. «Τους άκουγα να φωνάζουν “αέρα”», θυμάται η 90χρονη μιλώντας παράλληλα για τον ενθουσιασμό της μειονότητας την περίοδο εκείνη. «Χαρήκαμε! Είπαμε ήρθαν οι Έλληνες, θα σμιχτούμε κι εμείς με την Ελλάδα, θα γίνουμε Έλληνες. Και ύστερα τους καρτερέσαμε, πήγανε στο Τεπελένι, ώσπου καταντήσανε και οπισθοχωρήσανε, κι εμείς μείναμε πάλι εδώ. Με εμάς δεν έγινε τίποτα πάλι, μειονότητα στην Αλβανία είμαστε».

Βίντεο: Η 90χρονη Βικτωρία Μπράτση μιλάει στην «Κ».

Οι δύσκολες ημέρες για τη νεαρή τότε Βικτωρία, αλλά και για ολόκληρη τη μειονότητα, θα συνεχίζονταν. Τα χρόνια της φτώχειας και της πείνας διαδέχονται τα χρόνια της καταπίεσης υπό το καθεστώς του Ενβέρ Χότζα. Ξαφνιάζομαι όταν ακούω μια ηλικιωμένη γυναίκα να με κοιτάει στα μάτια και να μου λέει: «Τρομοκρατία. Ξέρεις τι θα πει τρομοκρατία;».

Ο Αλβανός δικτάτορας απομονώνει τη μειονότητα από την Ελλάδα κλείνοντας τα σύνορα, ενώ μεταξύ άλλων επιβάλλει την αθεΐα. Η κυρία Βικτωρία θυμάται ότι περνούσε από την εκκλησία και έκανε κρυφά τον σταυρό της, ενώ το εικονοστάσι της το είχε κρύψει σε ένα αυτοσχέδιο ντουλαπάκι που είχε σκάψει στον τοίχο του σπιτιού.

Παρά την προχωρημένη ηλικία της, μαζεύει μερικά κλαράκια από την αυλή του σπιτιού της και τα ρίχνει στο μικρό τζάκι, στη μέση της χαμηλής της κάμαρας.

Παρότι η μειονότητα αποφεύγει να μιλήσει ανοιχτά για το θέμα, είναι σαφές μέσα από τις κουβέντες που γίνονται πως η κυβέρνηση του γειτονικού κράτους έχει βρει τρόπους να ελέγχει ή και να τιμωρεί τη μειονότητα, με «δημοφιλέστερους» αυτούς των συχνών ελέγχων της εφορίας, αλλά και των στοχευμένων καθυστερήσεων στα σύνορα. Η βασική ανησυχία της κυρίας Βικτωρίας είναι πώς θα έρχονται στο χωριό τα παιδιά και τα εγγόνια της, που ζουν όλα στην Ελλάδα.

Το φευγιό των νέων και η σταδιακή συρρίκνωση του αριθμού της μειονότητας αποτελεί αυτή τη στιγμή ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματά της, το οποίο αντανακλάται στα σφαλισμένα σπίτια και στα ημιάδεια καφενεία του χωριού, όπου η τηλεόραση παίζει ακόμα ταινίες της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Στα περισσότερα από τα 99 μειονοτικά χωριά στις περιφέρειες Αργυροκάστρου και Αγίων Σαράντα διαμένουν κυρίως μεσήλικες και ηλικιωμένοι.

Καφενείο στους Βουλιαράτες.

Οι αποστάσεις που μειώνονται

Οι περισσότεροι ομογενείς εγκατέλειψαν τα χωριά της Βόρειας Ηπείρου το 1991, όταν άνοιξαν τα σύνορα. Ελάχιστοι γυρίζουν. Ένας από αυτούς είναι ο Σωκράτης Μπαρούτας. Παρότι είναι απόγευμα Σαββάτου, ο 53χρονος άντρας συνεχίζει να δουλεύει στο εργαστήρι που έχει στήσει στη Δερβιτσάνη, το κεφαλοχώρι της εκεί μειονοτικής περιοχής. Μπαίνοντας στο χωριό, γρήγορα καταλαβαίνω ότι, όπως και στους Βουλιαράτες, έτσι και εδώ το ελληνικό στοιχείο επικρατεί: όλοι μιλούν ελληνικά, αγάλματα και επιγραφές αναφέρονται στην ελληνική ιστορία, ενώ μέχρι και το σούπερ μάρκετ στον κεντρικό δρόμο ονομάζεται «Χριστίνα».

Ο Σωκράτης στεγάζει την επιχείρησή του στο κέντρο, σε ένα καλαίσθητο κτίριο στο οποίο μας υποδέχεται προσηνής. Είχε φύγει από το χωριό σε ηλικία 26 ετών για τα Ιωάννινα. Θυμάται ότι τόσο αυτός όσο και οι συμπατριώτες του, όταν άφηναν την Αλβανία, σκέφτονταν να συγκεντρώσουν κάποια χρήματα και έπειτα να γυρίσουν και να τα επενδύσουν στο χωριό. Το σκάνδαλο των πυραμίδων επί Μπερίσα και η αναρχία που ακολούθησε απέτρεψε πολλούς από το να πραγματοποιήσουν το αρχικό τους όνειρο. Ο Σωκράτης όμως τα κατάφερε και πλέον είναι ο ιδιοκτήτης μια υγιούς επιχείρησης. «Εδώ, και οι πέτρες που αγγίζεις σου μιλάνε, η γειτονιά σού μιλάει. Στα Γιάννενα κάναμε φίλους, αλλά όχι, δυστυχώς, καρδιακούς», εξηγεί.

Τον ρωτάω πώς είναι να ζει σε ένα χωριό τόσο κοντά στην Ελλάδα, όπου όλα είναι ελληνικά, αλλά το οποίο βρίσκεται σε άλλο κράτος. «Εμείς αυτό δεν το αισθανόμαστε μέσα μας. Όπως σκέφτεσαι να πας στο Αργυρόκαστρο, σκέφτεσαι να πας και στα Γιάννενα. Εμένα δεν μου λείπει κάτι, ούτε τα Γιάννενα, ούτε οι καφετέριες, ούτε η ζωή που έχω κάνει εκεί. Εφόσον εργάζομαι εδώ, μπορώ να πηγαίνω κάθε απόγευμα. Αισθάνομαι πως είμαστε μια κοινότητα. Αυτή είναι η διαφορά μας: είμαστε λίγο απομακρυσμένοι από τα Γιάννενα, ενώ η ζωή και ο ρυθμός της ζωής μας είναι πραγματικά όπως είναι στην Ελλάδα, γιατί έτσι μάθαμε», απαντά.

Η πρότασή του με αφήνει σκεπτική για το πώς η μειονότητα αντιλαμβάνεται τα όρια και το πώς η αγάπη για μια πατρίδα μειώνει τις αποστάσεις. Όσο ο Σωκράτης ζούσε στην Ελλάδα, περνούσε αυτά τα «όρια» κάθε Σάββατο απόγευμα, για να βρεθεί πίσω στο χωριό. Το ίδιο συνεχίζουν να κάνουν και οι περισσότεροι, ανεξαρτήτως ηλικίας, που έχουν μεταναστεύσει, δίνοντας έτσι νέα πνοή τα Σαββατοκύριακα στη Δερβιτσάνη, οι καφετέριες της οποίας γεμίζουν τις ημέρες αυτές.

Η κυριακάτικη λειτουργία.

Σε ένα τέτοιο καφέ κάθονται η Θάλεια και η Βασιλική, 22 και 23 ετών, περιμένοντας τις φίλες τους για να πιουν τον καφέ τους μετά την κυριακάτικη λειτουργία. Αμφότερες σπουδάζουν στα Ιωάννινα. Τα κορίτσια τελείωσαν το σχολείο στη Δερβιτσάνη και, όπως η συντριπτική πλειονότητα των αποφοίτων, πήγαν να σπουδάσουν σε ελληνικά πανεπιστήμια. «Για εμάς η Ελλάδα ήταν το όνειρό μας. Ήταν η μητέρα πατρίδα», αναφέρει η Θάλεια. Δίνοντάς μας ένα παράδειγμα για το πώς βίωνε η μειονότητα τη σχέση αυτή, αναφέρει πως πολλοί Βορειοηπειρώτες έχουν γνωστά αρχαιοελληνικά ονόματα, όπως Αριστοτέλης, Περσεφόνη, Σωκράτης και Τηλέμαχος.

Πηγαίνοντας ωστόσο η ίδια στην Ελλάδα, δεν βρήκε ακριβώς αυτό που περίμενε, καθώς γρήγορα αντιλήφθηκε πως την ώρα που στο χωριό της πολεμούν με νύχια και με δόντια να κρατήσουν την ελληνική παράδοση, στο πανεπιστήμιο δεν ήξεραν καν τι σημαίνει Βόρεια Ήπειρος. «Εδώ είμαστε Έλληνες, αλλά στην Ελλάδα είμαστε Αλβανοί», σχολιάζει πικραμένη.

Γυρίζοντας πίσω στα μαθητικά της χρόνια, η νεαρή φοιτήτρια θυμάται τις δυσκολίες που κρύβει για έναν έφηβο η ζωή στη Δερβιτσάνη, η οποία σε πολλές εκφάνσεις της έχει μείνει πολλά χρόνια πίσω. Η ίδια λέει χαρακτηριστικά ότι τα πρώτα βιβλία που διδασκόταν στο σχολείο μιλούσαν ακόμα για άλογα και κάρα. «Ευτυχώς αυτά άλλαξαν», προσθέτει ανακουφισμένη.

Η γραφειοκρατία

Τόσο η Θάλεια όσο και η Βασιλική δύσκολα φαντάζονται το μέλλον τους στη Δερβιτσάνη. Όπως υποστηρίζουν, οι λίγοι που επιστρέφουν είναι συνήθως αγόρια που έχουν μια στρωμένη επιχείρηση, όπως σούπερ μάρκετ ή καφέ, και τα οποία, λόγω απουσίας συνομήλικων κοριτσιών από τη μειονότητα, παντρεύονται συχνά πια Αλβανίδες. Η Θάλεια διευκρινίζει πάντως πως οι δύο κοινότητες είναι ούτως ή άλλως σε επαφή, καθώς ήδη από παιδιά οι Βορειοηπειρώτες συνυπάρχουν με Αλβανούς στο σχολείο και τις περισσότερες φορές τα πηγαίνουν καλά. «Ο άλλος που δεν μένει εδώ λέει ότι είμαστε εχθροί. Εμείς συμβιώνουμε αρμονικά», υπογραμμίζει.

Την άποψη αυτή συμμερίζεται και η Μαρινέλα Λίτση, διευθύντρια του σχολείου Δερβιτσάνης, στο οποίο φοιτούν ομογενείς, αλλά και κάποιοι Αλβανοί που θέλουν να μάθουν ελληνικά. Το σχολείο του χωριού είναι παράδειγμα προς μίμηση: καθαρό, περιποιημένο και διακοσμημένο με μεράκι, χρώματα και φαντασία. Η ίδια έχει φροντίσει ακόμα και με δικά της έξοδα ή αντικείμενα να εξοπλίσει τον σχολικό χώρο με ό,τι χρειάζεται. Έχοντας αποφασίσει ότι θα μείνει στη Δερβιτσάνη, αγωνίζεται από τη δική της θέση για τη διατήρηση της ταυτότητας της μειονότητας. Αποκορύφωμα της προσπάθειας αυτής είναι η οργάνωση σχολικών γιορτών και ειδικά τις ημέρες της 28ης Οκτωβρίου και της 25ης Μαρτίου.

«Τα παιδιά του σχολείου μαζί με τους καθηγητές γιορτάζουμε με τον δικό μας τρόπο, με αυτόν τον τρόπο που δείχνει πολύ ξεκάθαρα ότι εμείς είμαστε Έλληνες, με αγάπη προς την Ελλάδα, με αγάπη προς τους ανθρώπους που έμειναν εδώ. Γιατί την αληθινή προσπάθεια για να επιζήσουμε την κάνουμε εμείς που είμαστε εδώ».

Βίντεο: Η Μαρινέλα Λίτση, διευθύντρια του σχολείου Δερβιτσάνης μιλάει στο «Κ».

Στον φετινό εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου, η ημέρα δεν κύλησε όπως κάθε χρόνο. Η γιορτή σημαδεύτηκε από τον θάνατο ενός μέλους της μειονότητας. Οι Βορειοηπειρώτες όμως ξέρουν τι θα κάνουν. Θα μαζέψουν το κουράγιο τους και σε λίγους μήνες, στις 25 Μαρτίου, θα σημαιοστολίσουν ξανά τα χωριά τους, θα βάλουν τις παραδοσιακές στολές και θα χορέψουν ξανά τους αργόσυρτους χορούς τους. Η κυρία Βικτωρία θα υποδεχτεί τα εγγόνια της, ο Σωκράτης θα καμαρώνει τον μικρό του γιο, η Θάλεια και η Βασιλική θα επιστρέψουν στα πατρικά τους και η Μαρινέλα θα οργανώσει τα παιδιά και τους δασκάλους. Και θα γιορτάσουν όλοι μαζί, όπως γιορτάζουν οι Έλληνες στη βορειοηπειρώτικη γη, μια ανάσα μακριά από την Ελλάδα.*

Οι ντόπιοι προσπαθούν να διατηρήσουν τα έθιμα και τις παραδόσεις.

Ρεπορτάζ: ΑΛΕΞΙΑ ΚΑΛΑΪΤΖΗ

Φωτογραφίες- Βίντεο: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΒΡΑΜΙΔΗΣ

Επιμέλεια βίντεο & online παρουσίασης: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

*Σύμφωνα με την απογραφή του αλβανικού κράτους του 2011, στη χώρα ζουν περίπου 24.000 (24.243) Έλληνες από τους οποίους περίπου οι μισοί μένουν στην αναγνωρισμένη μειονοτική ζώνη, τα 99 χωριά στις περιφέρειες Αργυροκάστρου και Αγίων Σαράντα. Οι εκπρόσωποι της μειονότητας αντέδρασαν στην απογραφή αυτή και προσπάθησαν να την μποϊκοτάρουν. Σύμφωνα με εκτιμήσεις των ίδιων πάντως, το 15% μόνο της μειονότητας μένει στα χωριά και το υπόλοιπο 85% μένει μόνιμα στην Ελλάδα και πηγαινοέρχεται ή έχει κόψει κάθε σχέση με τη μειονότητα.

ΠΗΓΗ:Για το περιοδικό «Κ» και το Kathimerini.gr.

Κοινοποίηση

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Live Stream

Coming Soon