Το έπος του ’40 και η Κύπρος: Η αντίδραση στο νησί πήρε τη μορφή εθνικού συναγερμού

Δημοσιεύθηκε: 25/10/2019 13:50 Τελευταία Ενημέρωση: 25/10/2019 13:50 Από: Tachydromos

Του ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ (ΝΤΙΝΟΥ) ΑΥΓΟΥΣΤΗ

Εκείνο το πρωί της 28ης Οκτωβρίου οι σημαίες βγήκαν από τα σεντούκια και κυμάτιζαν παντού. Μέχρι το μεσημέρι σε κάθε σπίτι, σε κάθε σχολείο, σε κάθε καφενείο κυμάτιζε μια ελληνική σημαία, ενώ πολλές άλλες βρέθηκαν στα χέρια χιλιάδων νεαρών,μεσόκοπων και γερόντων που διαδήλωναν στους δρόμους.

Που βρέθηκαν τόσες πολλές ελληνικές σημαίες; Αυτό το ερώτημα κυριάρχησε εκείνο το πρωινό ανάμεσα στους Άγγλους αξιωματούχους της αποικιακής κυβέρνησης, που μέχρι τότε, ήσαν εντεταλμένοι με την εξαφάνιση της…

Η Κύπρος δέχτηκε με αισθήματα πίκρας και οργής την είδηση για την κήρυξη του πολέμου κατά της Ελλάδας. Τα αισθήματα αυτά διαδέχτηκαν εκείνα της συγκίνησης και της Εθνικής περηφάνιας, όταν έγινε γνωστή η απάντηση στο εκβιαστικό τελεσίγραφο του Μουσολίνι. Η αντίδραση των Κυπρίων στο ιστορικό «ΟΧΙ» και τις πρώτες νίκες του Ελληνικού Στρατού εναντίον των Ιταλών, στα Ελληνοαλβανικά σύνορα και τη Βόρειο Ήπειρο, πήρε τη μορφή εθνικού συναγερμού.

Οι καμπάνες κτυπούσαν χαρμόσυνα και η γαλανόλευκη κυμάτιζε περήφανη ξανά παντού. Σε εγκύκλιο της Εκκλησίας που κυκλοφόρησε αμέσως μετά την απρόκλητη επίθεση των Ιταλών κατά της Ελλάδας διαβάζουμε: «Η μήτηρ ημών πατρίς, η πεφιλημένη πανένδοξος Ελλάς υπέστη εκ μέρους Ιταλίας όλως απρόκλητον και αδικαιολόγητο επιδρομήν και απεδύθη ήδη εις δεινόν υπέρ των όλων ιερών αγώνα….

Το ευλογημένον Ελληνικό ημών Έθνος, οι απανταχού Έλληνες βαθείανεδοκίμασαναγανάκτησιν δια την μισεράνεπίθεσιν του εχθρού…. Ημείς οι εν Κύπρω Έλληνες έχομεν καθήκον υπέρτατοναπαραίτητον ίνα αδιαλείπτως ικετεύωμεν τον Θεόν της Ελλάδος υπέρ πλήρους ευοδώσεως του ιερού και μεγάλου αγώνος αυτών….».

Να τι μετέδιδε ο ανταποκριτής του «Reuters» από τη Λευκωσία: «Εις ολόκληρον την Κύπρο επικρατεί αφάνταστος ενθουσιασμός αφ’ ής στιγμής ελήφθη η είδηση ότι η ΕΛΛΑΔΑ απεφάσισε ν’ αμυνθεί διά των όπλων εις την ιταλική επίθεση …

Εις το Ελληνικό προξενείο της Λευκωσίας κατά πυκνάς μάζας προσέρχονται ευσταλείς Έλληνες Κύπριοι ζητούντες να αποσταλούν εις την Ελλάδα όπως υπηρετήσουν εις τας τάξεις του ελληνικού στρατού». Έλληνες Κύπριοι αποβιβάζονται στο λιμάνι του Πειραιά, Αθήνα, Δεκέμβριος 1940 (πηγή: «Φιλελεύθερος», 28 Οκτωβρίου και Παγκύπριος Σύνδεσμος Πολεμιστών).

Χιλιάδες εθελοντές στοιβάζονται στις προκυμαίες έτοιμοι να αναχωρήσουν για τον Πειραιά, με παρεμβάσεις όμως των Άγγλων προς τον Μεταξά αποθαρρύνεται η κατάταξή τους στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις και παραπέμπονται στην κυπριακή μονάδα του αγγλικού στρατού…

Μια κίνηση καθόλου τυχαία, αφού, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, είχε συγκεκριμένο σχέδιο και σκοπό. Στην Αθήνα, ήδη, από το Σεπτέμβριο του 1940, όταν οι απροκάλυπτες προκλήσεις της Ιταλίας έδειχναν το αναπόφευκτο του πολέμου, Κύπριοι φοιτητές θα παρουσιασθούν στην αγγλική Πρεσβεία της Αθήνας και θα γνωστοποιήσουν την πρόθεσή τους να καταταγούν στο στρατό.

Το Νοέμβριο θα συσταθεί στην Αθήνα ειδική κυπριακή επιτροπή για την αποστολή εθελοντών στον πόλεμο, ενώ το Δεκέμβρη, θα ορκισθούν οι 100 νέοι του Ιερού Λόχου των εν Αθήναις Κυπρίων.

Αργότερα, όταν οι Άγγλοι ενεπλάκησαν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα, σημαντικός αριθμός ανδρών του Κυπριακού Συντάγματος τους ακολούθησε στον πόλεμο κατά των Γερμανών. Στην Ελλάδα, το Κυπριακό Σύνταγμα έγραψε σελίδες τιμής και δόξας. Σε σύνολο το Κυπριακό Σύνταγμα, στις επιχειρήσεις στην ηπειρωτική Ελλάδα και τη Μάχη της Κρήτης, έχασε 100 άνδρες, ενώ περισσότεροι από 2.000 αιχμαλωτίστηκαν.

Οι περισσότεροι συνελήφθησαν από τους Γερμανοϊταλούς, σε λιμάνια της Πελοποννήσου κατά την οπισθοχώρηση, ενώ το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε και στην Κρήτη. Μεταξύ των ανδρών του Κυπριακού Συντάγματος ήταν ο γιατρός Μαρσέλλος Θεόδωρος, που υπηρέτησε αργότερα ως εθελοντής γιατρός στο αντάρτικο στην περιοχή του Πηλίου, ο Λουκής και Λιάσος Λιασίδης, ο Σωκράτης Λοϊζίδης, ο Κωνσταντίνος Γιαλλουρίδης και πολλοί άλλοι του 36ου Συντάγματος Ευζώνων, οι οποίοι έδωσαν σκληρές μάχες με τους κατακτητές στη Βόρειο Ήπειρο, το Τεπελένι και όπου αλλού το έθνος έδινε τον υπέρ πάντων αγώνα.

Εκτός από τις πολύτιμες υπηρεσίες, τις οποίες προσέφερε το Κυπριακό Σύνταγμα των ανδρών, σημαντική ήταν και η συμβολή των Κυπρίων γυναικών. Η κατάταξή τους χαρακτηρίστηκε πρωτοποριακή, δεδομένων μάλιστα των αντιλήψεων της Κοινωνίας του 1939. Η Κύπρος ήταν 3η, σε αριθμό-δύναμη στη Βοηθητική Στρατιωτική Υπηρεσία.

Σε σύνολο, 800 Κύπριες υπηρέτησαν σε διάφορες θέσεις, προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες. Στη Γυναικεία Βοηθητική Αεροπορία υπηρέτησαν 25 Κύπριες, μεταξύ των οποίων και η Στέλλα Κακογιάννη-Σουλιώτη (μετέπειτα Υπουργός Δικαιοσύνης και Γενική Εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας), ενώ η Ερμιόνη Πετρή ήταν τεχνική εμπειρογνώμονας σε εξαρτήματα αεροσκαφών. Επίσης μεγάλη υπήρξε η συμμετοχή Κυπρίων γυναικών στις τάξεις του Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα, την Αγγλία και σε όλη την Ευρώπη.

Γράφει στον πρόλογο του βιβλίου του «Η προσφορά της Κύπρου στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο», ο Νίκος Μπατσικανής:

«Όπως και στους άλλους Αγώνες του Έθνους (Επανάσταση 1821, Ελληνοτουρκικός 1897, Βαλκανικοί, Α΄ Παγκόσμιος, Μικρασιατική Εκστρατεία 1922), οι Κύπριοι πολέμησαν κι έδωσαν το αίμα και τη ζωή τους για τη μητέρα Ελλάδα. Δεν ήταν μόνο η φιλοπατρία και ο ηρωισμός, της ελληνικής ψυχής, η κινητήριος δύναμη που έστελνε χιλιάδες Κύπριους στα πολεμικά μέτωπα της Ελλάδος.

Ήταν και το γεγονός ότι μόνο εκεί, στη φλόγα του πολέμου, μπορούσαν να βιώσουν, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, τον επίμονο πόθο τους: να συμπορευτούν σε μια κοινή μοίρα με τους υπόλοιπους Έλληνες, να πάψουν να είναι οι αποκομμένοι αδελφοί.

Με δυο λόγια, να ενωθούν με τον εθνικό κορμό. Υπήρξε αυθόρμητη και μεγάλη προσέλευση εθελοντών για κατάταξη» (Μπατσικανής Ν., «Η προσφορά της Κύπρου στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο»). Σύμφωνα με τον Νίκο Μπατσικανή, πάνω από 600 Κύπριοι έπεσαν στα πεδία των μαχών και βρίσκονται θαμμένοι σε 56 στρατιωτικά κοιμητήρια 17 χωρών, σε: Μέση Ανατολή, Αφρική, Ελλάδα και Ευρώπη.

Ακόμη 2.500 Κύπριοι αιχμαλωτίστηκαν, οι περισσότεροι στην Ελλάδα, και κρατήθηκαν σε διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης. «Η μικρή Κύπρος», γράφει ο Νίκος Μπατσικανής, «λογίζεται ως η χώρα που είχε, κατ’ αναλογία με τον πληθυσμό της, τη μεγαλύτερη ανθρώπινη συμμετοχή στον Β΄ Π. Π. καθώς 30-32 χιλιάδες Κύπριοι κατετάγησαν στον Αγγλικό Στρατό την περίοδο του Πολέμου». Ο Πέτρος Παπαπολυβίου στο βιβλίο του «Οι Κύπριοι εθελοντές του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου: Τα Μητρώα, οι Κατάλογοι και ο Φόρος του Αίματος», αναφέρεται ονοματικά στους 16.624 Κύπριους στρατιώτες, που εντάχθηκαν στο «Κυπριακό Σύνταγμα» και την «Κυπριακή Εθελοντική Δύναμη» μέχρι και τον Αύγουστο του 1945 (με ονόματα, γεωγραφική καταγωγή και ημερομηνία κατάταξης

.Ο μήνας με τη μεγαλύτερη κατάταξη ήταν ο Νοέμβριος του 1940, γεγονός που οφείλεται στον πρωτοφανή ενθουσιασμό που προκάλεσε στην Κύπρο η ελληνική αντίσταση και το «ΟΧΙ» στην ιταλική επίθεση. Σημαντική προσφορά προς την αγωνιζόμενη Ελλάδα ήταν και η υλική βοήθεια κάθε είδους που έφτανε συνεχώς από τη Μεγαλόνησο.

Οι χρηματικές εισφορές ξεπέρασαν το αστρονομικό για εκείνη την εποχή ποσό του ενός εκατομμυρίου λιρών. Όσοι δεν είχαν χρήματα έδιναν ζώα και προϊόντα. Οι γυναίκες πρόσφεραν τα δακτυλίδια και τα σκουλαρίκια τους.

Στις εφημερίδες της εποχής καταγράφεται το εξής συγκλονιστικό περιστατικό: Στο χωριό Βουνί της επαρχίας Λεμεσού, μια γυναίκα ετοιμοθάνατη πριν ξεψυχήσει άνοιξε σε μια στιγμή τα μάτια της και είπε: «Να δώσετε τον ασημένιο μου σταυρό για τον αγώνα της Ελλάδας μας».

Από έρανο της Μητρόπολης Κερύνειας αγοράστηκε ένα πολεμικό αεροπλάνο (το Κερύνεια) δώρο προς την μαχόμενη Ελλάδα.Τον Φεβρουάριο του 1941 ο Δ.Ν. Δημητρίου εισέφερε 3.000 λίρες για την αγορά ενός άλλου αεροπλάνου, στο οποίο δόθηκε το όνομα «Λάρναξ Κύπρου».

Προσφέρθηκαν ακόμη πολλά χρήματα και χρυσαφικά στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό και για τη φανέλα του στρατιώτη. Ένας ψαράς από την Αμμόχωστο, που με κόπο πολύ ψάρεψε 13 οκάδες ψάρι, το πουλά και δίνει με δάκρυα στα μάτια όλα τα χρήματα που εισέπραξε για την αγωνιζόμενη Ελλάδα. Ένας γέροντας από τη Λευκωσία προσφέρει μια λίρα και 13 σελίνια, λέγοντας «Ό,τι έχω εγώ και ο γιος μου. Πάρτε και τους αρραβώνες της γυναίκας μου κι εμένα. Δεν έχουμε τίποτε άλλο να δώσουμε για την Ελλάδα μας, εκτός από τη διάπυρη ευχή να βγουν και πάλι νικηφόρα τα ελληνικά όπλα».

Μια φτωχή γριούλα λύει το κομπόδεμα της, λέγοντας: «Πάρτε αυτό το δεκασέλινο για την ψυχή του γιού μου που σκοτώθηκε στον προηγούμενο πόλεμο. Λυπούμαι που δεν έχω άλλο γιο για να πολεμήσει κι αυτός για την Ελλάδα μας». Ενδεικτικό του πως έβλεπαν οι Έλληνες της Κύπρου τη συμμετοχή τους σε εκείνον τον υπέρ πάντων αγώνα είναι το σχετικό κείμενο του διακεκριμένου λογοτέχνη και πολεμιστή του έπους του ‘40, Γιώργου Θεοτόκου: «Η Ελλάδα ξεπηδά από τα βάθη του είναι μας και τα σκεπάζει όλα. Δεν αισθανόμαστε πια άλλο τίποτε, παρά το ένστικτο της Εθνικής ελευθερίας. Αυτό το ένστικτο ήταν συνυφασμένο με τον ενωτικό πόθο μας, να καταστούμε πραγματικοί ελεύθεροι ως πολίτες μιας ελεύθερης Ελλάδας.

Γι’ αυτό το ιδεώδες της Ενώσεως οι πρόγονοι, οι πατέρες μας και εμείς πολεμήσαμε στον Ελληνικό Στρατό». Αυτός άλλωστε ήταν ο λόγος που οι 700 Κύπριοι εθελοντές, οι περισσότεροι πολεμιστές των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-1913 απέρριψαν το 1962, πρόταση του τότε Πρέσβη της Ελλάδος κ. Δελιβάνη, για να πάρουν σύνταξη από το Ελληνικό Κράτος, έστω και αν οι περισσότεροι κυριολεκτικώς επένοντο! Και δικαιολόγησαν την απόρριψη αυτή με την εξής απάντηση: “Εμείς καταταγήκαμε ως εθελοντές πολεμιστές για να υπερασπιστούμε τα δίκαια της Μεγάλης Μάνας Ελλάδας. Δεν θέλουμε καμιά ανταμοιβή».

Δρ. Αυγουστίνος (Ντίνος) Αυγουστή Αναπλ καθηγητής Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Από το Μονάγρι Λεμεσού

Πηγή: https://hellasjournal.com/

Κοινοποίηση

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Live Stream

Coming Soon