Η Λεσινίτσα και η Γούβα κατά την πρώτη Οθωμανική απογραφή

Δημοσιεύθηκε: 12/02/2020 10:46 Τελευταία Ενημέρωση: 12/02/2020 10:46 Από: Tachydromos

Θωμάς Μπούλιος

Η Λεσινίτσα και η Γούβα κατά την πρώτη Οθωμανική απογραφή-(και η καταγωγή του ονόματος)

Μετά τη μάχη του Κωσσυφοπεδίου το 1389 και την κατάκτηση των Αλβανικών επαρχιών, το 1418 οι Οθωμανοί κατέλαβαν το Αργυρόκαστρο προχωρώντας νοτιότερα. Παράλληλα, είχαν ξεκινήσει την διοικητική ανακατάταξη των περιοχών μοιράζοντας τες σε Σαντζάκια, Καζάδες και Ναχιγιέδες. Το 1432, γίνεται η πρώτη απογραφή όπου συντάχθηκε και το γνωστό ως Αρβανίτικο δεφτέρι ή «Hicrî 835 tarihli Sûret-i defter-i sancak-i Arvanid».

Το κατάστιχο, που ήρθε στο φως τη δεκαετία του 1950 είναι το μοναδικό που σώθηκε ολόκληρο και από τα ελάχιστα έγγραφα που υπάρχουν από την περίοδο πριν από την πτώση της Βασιλεύουσας. Συντάχθηκε με εντολή του Σουλτάνου Μουράτ Β’ το 835 από έτος Εγίρας (1431-1432), αποτελείται από 151 φύλλα, είναι συγκεντρωτικό1 , και περιλαμβάνει την καταγραφή τιμαρίων καθώς και τις μεταβολές τους μέχρι το 859 από ε.Ε (1454 – 1455). Παρά τη σημασία του ως πηγή πληροφόρησης για τα μέσα του 15ου αιώνα, η εικόνα που μεταφέρει είναι χαοτική. Από τα βασικότερα μειονεκτήματα είναι η γραφή του, η οποία γινόταν από την Ελληνική φωνητική στην Οθωμανική γραφή. Για παράδειγμα, ο ντόπιος έλεγε το μέρος αυτό λέγεται «Αγία Παρασκευή» και ο Οθωμανός το έγραφε ως «Aya Priskivi», το Αργυρόκαστρο γράφονταν «Aryurikastri», η Δερόπολη «Edrine» κ.τ.λ. Η Οθωμανική ΔΕΝ αποδίδει τα φωνήεντα με αποτέλεσμα το σύνολο τον τοπωνυμίων να έχουν μεταφερθεί λάθος, όποτε και η ανάγνωση τους σήμερα γίνεται με μεγάλη δυσκολία και τα περισσότερα τοπωνύμια παραμένουν αταύτιστα.

Τιμαριωτικό2 σύστημα: η κατακτηθείσα γη, κτήματα, κοπάδια, περιούσιες κ.τ.λ, ανήκαν πλέον στον Σουλτάνο, ο οποίος τα μοίραζε σε τιμάρια (αγροτικές μερίδες) και τα παραχωρούσε στους Σπαχήδες3 που τα κατακτούσαν ή σε υποταγμένα πρόσωπα σε αυτόν. Τιμαριούχοι, ήταν και πολλοί εξισλαμισμένοι πρώην άρχοντες Αλβανοί από περιοχές που οι Οθωμανοί είχαν καταλάβει πολύ νωρίτερα. Οι τιμαριούχοι, δεν είχαν δικαίωμα ιδιοκτησίας και ο Σουλτάνος μπορούσε να το ανακαλέσει αν δεν ήταν υπάκουοι. Η εξουσία που ασκούσαν επίσης ήταν ρυθμισμένη. Έπρεπε να συλλέγουν τους φόρους και ήταν υποχρεωμένοι να συντηρούν ετοιμοπόλεμο στρατό υπέρ του Σουλτάνου.

Κατακτώντας ένα χωριό, οι Σπαχήδες το απέγραφαν και προχωρούσαν για το επόμενο. Για να μην είχαν προστριβές και διεκδικήσεις, ένα χωριό μπορεί να μοιραζόταν σε μερίδια όπου το κάθε ένα να άνηκε σε διαφορετικό τιμαριούχο. Με αυτό τον τρόπο, στο κατάστιχο πολλά τοπωνύμια επαναλαμβάνονται και ένα από αυτά είναι και η Λεσινίτσα. Ήταν μοιρασμένη σε έξι μερίδια και το κάθε ένα άνηκε σε διαφορικό τιμαριούχο. Και τα δυο χωριά, ανήκαν στο ταπί ή την επαρχία Βαγενετίας4 . Οι τιμαριούχοι της Λεσινίτσας, ήταν μουσουλμάνοι Σπαχήδες από την Ανατολία, πέντε εκ των οποίων ήταν εξόριστοι όπως διευκρινίζεται στο κατάστιχο, επίσης κατείχαν τα τιμάρια από την εποχή του αποθανόντος σουλτάνου (merhum Sultan). Η απογραφή αυτή, έγινε επί Μουράτ Β’, ενώ ο προηγούμενος Σουλτάνος Μωαμέθ Α’ βασίλεψε από το 1413 μέχρι το 1421.

Δεδομένου ότι το Αργυρόκαστρο έπεσε στα χέρια τον Οθωμανών το Σεπτέμβριο 1418 και λαμβάνοντας υπόψη την μικρή απόσταση που τα χωρίζει, η κατάληψη της Λεσινίτσας έγινε αμέσως μετά.

Τα χωριά και τοποθεσίες ήταν γνωστά στους Οθωμανούς καθώς για περισσότερο από τρείς δεκαετίες έκαναν συχνές ληστρικές επιδρομές και λεηλασίες στην Ηπειρωτική χώρα. Κατοχή, εθεωρείτο όταν έπεφταν τα κάστρα που τότε ήταν του Αργυροκάστρου, του Σοποτού (στo σημερινό Μπόρσι) και του Δελβίνου.

Στην πρώτη Οθωμανική απογραφή τα χωριά Λεσινίτσα και Γούβα είχαν ως εξής:

Λεσινίτσα, -(σήμερα Άνω Λεσινίτσα)

66 - Νοικοκυριά, - (Στο συγκεντρωτικό κατάστιχο δεν γράφονταν τα μέλη αναλυτικά αλλά μόνο ο αριθμός τον νοικοκυριών. Νοικοκυριό θεωρούνταν ένα ζευγάρι με 2-3 παιδιά, άλλα και μια οικογένεια με παντρεμένα παιδιά και εγγόνια, επομένως οποιαδήποτε προσπάθεια να υπολογιστεί ο πληθυσμός είναι αδύνατη.)

1- Χήρα,- (Νοικοκυριά στα οποία ο σύζυγος είχε αποβιώσει, οπότε αρχηγό όριζαν την χήρα.)

0- Μόνος, - (Άνθρωποι χωρίς άλλα οικογενειακά μέλη)

Αξία: 4.301 Akçe, - (Ακτσές ήταν νόμισμα της εποχής γνωστό και ως Άσπρο. Βάση αυτής της αξίας απέδιδαν τον φόρο στον Σουλτάνο. Σε αυτόν, δεν συμπεριλαμβάνεται το ποσοστό που κρατούσε ο τιμαριούχος.)

Αναλυτικά οι τιμαριούχοι της Λεσινίτσας ήταν:

1.Τιμάριο του Sati: Νοικοκυριά 18, Αξία 1010 Akçe. Είναι ο νεότερος τιμαριούχος, του οποίου του μεταβιβάστηκε από κάποιον προηγούμενο.

2.Τιμάριο του Hamza: Νοικοκυριά 17, Αξία 945 Αkçe. Το ίδιο τιμάριο, είχε μερίδιο και στο χωριό [Tornuk] 5 (αταύτιστο) που ανήκει και αυτό στο ταπί Δελβίνου.

3.Τιμάριο του Hamza: (συνωνυμία) Νοικοκυριά 10, Αξία 632 Αkçe. Το ίδιο τιμάριο, είχε μερίδια στα χωριά [Kirasine και Zavene] (αταύτιστα) που άνηκαν στο ταπί Αργυροκάστρου.

4.Τιμάριο του Çepni: Νοικοκυριά 8, Χήρα 1, Αξία 716 Αkçe. Το ίδιο τιμάριο είχε μερίδιο και στο χωριό [Isradinişte] – (αταύτιστο) δεν διευκρινίζετε σε ποια επαρχία άνηκε.

5.Τιμάριο του Aydin: Νοικοκυριά 6, Αξία 560 Αkçe. Το ίδιο τιμάριο, είχε μερίδιο και στο χωριό [Zelye] –( αταύτιστο) που άνηκε στο ταπί του Ζαγορίου.

6.Τιμάριο του Karaca: Νοικοκυριά 7, Αξία 438 Αkçe. Το ίδιο τιμάριο, είχε και το χωριό Αγία Παρασκευή [Aya-Priskivi] ( αταύτιστο) που άνηκε στο ταπί της Δερόπολης.

Γούβα, (μετέπειτα Κάτω Λεσινίτσα)

12- Νοικοκυριά.

2- Μόνοι.

Αξία: - 1.115 Αkçe.

Η Λεσινίτσα (Άνω), με συνολικά 67 νοικοκυριά, δείχνει να ήταν ένα αρκετά μεγάλο χωριό για την εποχή εκείνη όπου ο μέσος όρος τον καταγεγραμμένων στο κατάστιχο είναι από 5 έως 25 νοικοκυριά. Το γεγονός αυτό μας επιτρέπει να συμπεράνουμε με ασφάλεια ότι το χωριό υπήρχε από εκατονταετίες πριν την εμφάνιση των Οθωμανών.

Εκείνο που αξίζει να παρατηρήσει κανείς στον τελευταίο τιμαριούχο της Λεσινίτσας, είναι το όνομα του, Karaca, Καρατσά η Καρατζά. Να θυμίσω ότι στο κέντρο του χωριού της Άνω Λεσινίτσας υπάρχει τοποθεσία με το ίδιο όνομα. Η πιθανότητα ο τιμαριούχος αυτός να εγκαταστάθηκε κατά κάποιο τρόπο στο σημείο και έτσι να έμεινε το όνομα του μέχρι της μέρες μας, είναι η πιθανότερη εκδοχή.

Η Γούβα δεν άνηκε σε μεμονωμένο τιμαριούχο αλλά σε ένα σύνολο της επαρχίας Δελβίνου που συγκροτούσαν χάς (hās). Όλα μαζί ανήκαν στον Αλή μπέη, εξισλαμισμένο Αλβανό άρχοντα και εγγονό του Αρανήτη από την κεντρική Αλβανία. Μαζί με τα Αργυρόκαστρο και Δέλβινο είχε την Βαλαγράδα (σήμερα Βεράτιο) και την Μουζακία.

Το 1432 καταγράφηκαν στη Γούβα 14 νοικοκυριά. Το αμέσως επόμενο διαθέσιμο κατάστιχο της περιόδου είναι για το 991 από ε.Ε (1582-1583). Σε αυτό δεν υπάρχει πλέον η Γούβα αλλά η Κάτω Λεσινίτσα και μάλιστα είχε 100 νοικοκυριά. Η αύξηση των νοικοκυριών είναι μεγάλη, αλλά η δομή των κατάστιχων δεν βοηθά να εξηγηθούν πολλά ερωτήματα. Στην Οθωμανική στατιστική που δημοσιεύτηκε το 1895 η Κάτω Λεσινίτσα εξακολουθεί να είχε 100 οικογένειες και πληθυσμό 735 άτομα (388 Α. & 347 Θ.), ελάχιστα πιο πολυπληθής από την Άνω Λεσινίτσα που είχε 95 οικογένειες και 612 άτομα (318 Α. & 294 Θ.).

Ο μέσος όρος της αξίας της Γούβας το 1432, αξιολογήθηκε σε 80 Akçe ανά νοικοκυριό, όταν η αντίστοιχη της Λεσινίτσας ήταν 64 Akçe. Με βάση αυτό το βιοτικό επίπεδο δεν ήταν αιτία που ανάγκασε τους κατοίκους να αναζητήσουν έναν άλλο τόπο. Ο λόγος μετεγκατάστασης ήταν οι νέοι κατακτητές, οι οποίοι εκτός από βάρβαροι, ήταν παντελώς ξένοι από κάθε άποψη σε γλώσσα, πολιτισμό, θρησκεία. Σχετικά με τον χρόνο μετεγκατάστασης στην νυν τοποθεσία, αν και από τα δυο κατάστιχα προσδιορίζεται μεταξύ του 1450 και 1580, θεωρώ ότι αυτό έγινε πριν από το 1500.

Για την υποτιθέμενη σλάβικη καταγωγή του τοπωνυμίου Λεσινίτσα, θα ήταν προτιμότερο να το αφήσουμε για της επόμενες γενεές παρά να τους κληρονομήσουμε ανακρίβειες. Πολλοί, ενδεχομένως να το συνδέσουν αυτό με τον αείμνηστο Β. Μπαρά και εδώ θέλω να τονίσω ότι εκτός το ότι το έργο του θα είναι πάντα ένα μεγάλο κεφάλαιο για την ιστορία του τόπου μας, σε καμία περίπτωση δεν είναι o πρώτος που το ανέφερε.

Η ύπαρξη σλάβικων τοπωνυμίων στην Ήπειρο είναι γεγονός, όπως είναι και η υπέρμετρη σλάβο-τοπωνυμιολογία που επικρατεί, ή οποία είναι όχι μόνο πέρα από τα όρια της ιστορίας ως επιστήμη αλλά ενίοτε και πέρα από την λογική. Η αρχή της σλάβο-λογίας, ως ¨επιστήμη¨, κάτι που δεν συναντάμε σε άλλους λαούς (δεν υπάρχει π.χ Γέρμανολογία, Γαλλολογία, Αραβολογία), δεν ξεκίνησε από τους Σλάβους αλλά από τη διπλωματία και τις επιδιώξεις των τότε κεντρικών αυτοκρατοριών της Γερμανίας και Αυστροουγγαρίας. Με στόχο τη διείσδυση στα Βαλκάνια, επένδυσαν στην δημιουργία μιας κατάστασης όπου οι λαοί της χερσονήσου διαχρονικά να διεκδικούν ο ένας από τον άλλον.

Την πρώτη ¨επιστημονική¨ αναφορά για σλάβικη καταγωγή του τοπωνύμιου Λεσινίτσα, έκανε ο Γερμανός M. Vasmer το 1941, σε μελέτη για τα Σλάβικα τοπωνύμια στην Ελλάδα. Ο συγγραφέας λέει: «δεν είναι πειστική η εκδοχή του Λαμπρίδη που το ερμηνεύει ως κλιμακωτή τοποθεσία».

O Ιωάννης Λαμπρίδης, στην συλλογή του Ζαγοριακά το 1889, αναφερόμενος στην Λεσινίτσα Ζαγορίου (σήμερα Βρυσοχώρι), ερμηνεύει το όνομα ως τοποθεσία κλιμακωτή, δηλαδή ένα ορεινό μέρος χτισμένο σε διάφορα επίπεδα από το χαμηλότερο στο ψηλότερο σημείο.

Ο Vasmer, για της ανάγκες της σλάβο-τοπωνυμιολογίας του, παρουσιάζει και την δική μας Λεσινίτσα ως πεδιάδα. Ο ίδιος, το αποδίδει στα Σλάβικα, ως τόπο με πολλές λεφτοκαριές όχι γιατί παραθέτει οποιαδήποτε φιλολογική η γλωσσολογική προσέγγιση, αλλά απλώς και μόνο επειδή «το όνομα Lěšnic το βρίσκουμε στην Βουλγαρία, Σλοβενία η την Πολωνία».

Όταν μια έρευνα στοχεύει να αποδείξει ότι ένας τόπος προσδιορίστηκε από ένα θαμνοειδές φυτό τότε στοιχειωδώς αρχίσει με το αν αυτό υπάρχει στον τόπο και όχι με το πώς λέγεται το όνομα του φυτού σε άλλες γλώσσες. Λεφτοκαριές στην Λεσινίτσα ΔΕΝ υπάρχουν. Ωστόσο, ακόμα και αν υποθέταμε ότι οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού ήταν Σλάβοι, τότε ποιοι τους αφομοίωσαν; Ποίοι έδωσαν στης γειτονίες Ελληνικά ονόματα;

Η παλαιοσλαβική γλώσσα που μιλούσαν οι φυλές Σλάβων την εποχή μετανάστευσης στα Βαλκάνια 7ο - 8ο αιώνα δεν γραφόταν και ούτε μπορεί να προσδιοριστεί η προφορική τους. Η παρομοίωση τοπωνύμιων με σλάβικα, γίνεται εντέχνως με σημερινές λέξεις Σλάβικων γλωσσών που αποδεδειγμένα διαμορφώθηκαν μετά τον 12ο αιώνα. Επομένως είναι αδύνατον να υποστηριχθεί όχι μόνο το πως έλεγαν της λεφτοκαριές τότε, αλλά και αν της γνώριζαν από τα μέρη που ήρθαν.

Μιλώντας για εποχές που οι άνθρωποι ζούσαν με ότι παρείχε η βλάστηση του τόπου, η λεφτοκάρια δεν ήταν χρήσιμη στην επιβίωση των ανθρώπων, ούτε στην κτηνοτροφία, αλλά ούτε και το ξύλο της στην κατασκευή. Σε ένα μέρος που ο σπάρτος είναι όπου βλέπει ανθρώπου μάτι και οι καρυδιές κυριολεκτικά κάθε εκατό μέτρα, με ποιο σκεπτικό η ανύπαρκτη λεφτοκαρυά προσδιόρισε τον τόπο; Η μήπως απλά επειδή αυτό ταιριάζει στη σλάβο-τοπωνυμιολογία...; Εκτός αυτού, λίγα χιλιόμετρα από το χωριό μας, υπάρχει δάσος με λεφτοκαρυές αλλά και εκεί το μέρος δεν λέγεται «Lěšnic» όπως θα ¨έπρεπε¨ κατά την ίδια θεωρία, αλλά Σιάδια (από το σιάδι = μεγάλο πλάτωμα ή μεγάλο άνοιγμα). Για την ερμηνεία του Ι. Λαμπρίδη, να σημειώσω ότι το χωριό όχι μόνο είναι κλιμακωτό, αλλά σε τέτοιο βαθμό που δεν θυμάμαι σπίτι να έχει περίγυρο στο ίδιο επίπεδο.

Η δε κατάληξη «ιτσα», δεν παραπέμπει απαραίτητα σε σλάβικη εκδοχή. Κάλλιστα θα μπορούσε να είναι Ελληνική όπου δηλώνει κάτι μικρό η λίγο, σκαλ[ίτσα], φωλ[ίτσα] κ.τ.λ. Ένα άλλο στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη σε κάθε ερμηνεία, είναι και η μεταβολή της γλώσσας από το μεσαίωνα μέχρι τις μέρες μας και ειδικότερα της ντοπιολαλιάς. Σε τρεις επιστολές μεταξύ Πατριαρχείου και κατοίκων του χωριού για κτηματικές διαφορές, με ημερομηνίες Φεβρουάριο 1688, Ιανουάριο 1730, Φεβρουάριο 1733, το όνομα δεν γράφεται Λεσινίτ[σ]α όπως σήμερα, αλλά Λεσινίτ[ζ]α, και από το Πατριαρχείο και από κατοίκους. Σε σταυρό δωρητή που σώζεται από την Μονή Αγ. Αθανασίου με χαραγμένη ημερομηνία 1862 το όνομα του χωριού είναι επίσης με [ζ].

Η παλαιότερη χρονολογικά γραπτή αναφορά για τοπωνύμιο του χωριού μας, είναι στην μάχη της Πολιτσάς, 2 Ιουνίου 1381 μεταξύ μιας συμμαχίας Ηπειρωτών εναντίον Τούρκων που λεηλατούσαν την περιοχή. Το τοπωνύμιο γράφεται όπως και σήμερα. Λόγω της κατάληξης, Πολ[ιτσα], κάποιοι ενδεχομένως να την ερμήνευαν και αυτή ως Σλάβικη αλλά ουδεμία σχέση έχει. Η λέξη Πολιτσά προέρχεται από την παλιά Γερμανική που σημάνει μεγάλο άνοιγμα ανάμεσα σε δυο κορυφές. Αυτό ακριβώς που είναι η τοποθεσία της Πολιτσάς. Αδυνατώ να το ερμηνεύσω, θέλω όμως να θυμίσω ότι οι Οστρογότθοι λεηλάτησαν την Ήπειρο πολύ πριν την μετανάστευση Σλάβων στα Βαλκάνια.

Το κείμενο αυτό είναι αφιερωμένο στον αείμνηστο λαογράφο μας Γρηγόρη Κατσαλίδα. Ένας ελάχιστος φόρος τιμής στο έργο, τη μνήμη αλλά και στο παράπονο του. Τον είδα για τελευταία φορά λίγο πριν το μεγάλο του ταξίδι και ενώ ήταν φανερά καταβεβλημένος, επέμενε να στρέφει τη συζήτηση γύρο από το μεγάλο του πάθος την ιστορία. Του εκμυστηρεύτηκα ότι ερευνώντας αρχεία βρήκα στοιχεία για γεγονότα στα οποία εκείνος αναφέρεται καθαρά από διηγήσεις παλαιοτέρων και ότι ήταν ακριβώς όπως τα γραφεί. Ενώ περίμενα να χαρεί, έκπληκτος παρατήρησα ότι συγκινήθηκε και γύρισε το κεφάλι του αγναντεύοντας από το παράθυρο.


1.Υπήρχαν και τα πρωταρχικά κατάστιχα που συμπλήρωναν και κρατούσαν οι ίδιοι οι τιμαριούχοι βάση τον οποίων συντάσσονταν τα συγκεντρωτικά που στέλνονταν στην Πύλη. Στα πρωταρχικά κατάστιχα γράφονταν και τα ονόματα τον οικογενειαρχών που πλήρωναν φόρους.

2.1 Τιμάριο είχε απόδοση έως 20.000 Αkçe (νόμισμα της εποχής) και το είχε ο Σπαχής, από 20.000 έως 100.000 ήταν ζεαμέτι (zeāmet) και το είχε ο Σούμπασις, και από 100.00 και άνω ήταν χάς (hās) που το είχε ο σαντζάκ-μπέης ή μπεηλέρ-μπέης.

3.Στρατιωτικός και αρχηγός μιας ομάδας πολεμιστών. Αυτοί που τον ακλουθούσαν ήταν συνήθως συγγενείς η γνωστοί (γιοι, αδέλφια, ανίψια, γνωστοί κτλ.)

4.Το σημερινό Δέλβινο πριν μετονομαστεί.

5.Τα αταύτιστα τοπωνύμια τα μεταφέρω όπως γράφονται με τα σημερινά λατινικά γράμματα της Τουρκικής γλώσσας.

Βιβλιογραφία:

H. İnalcık: Hicrî 835 tarihli Sûret-i defter-i sancak-i Arvanid, 1954.

H. İnalcık: Timariotes chrétiens en Albanie au XV, 1951.

S. Pulaha: Defteri i regjistrimit të Sanxhakut të Shkodrës i vitit 1485, 1974.

K. Käser, S. Shkurti, A. Dhrimo: Der Mythos vom Wandervolk der Albaner, 1997.

M. Vasmer: Die Slaven in Griechenland, 1941.

Π. Αραβαντινός: Χρονογραφία της Ηπείρου, 1856.

Π. Πουλίτσας: Ηπειρώτικα Χρονικά 1930.

Χρονικό Κομνηνού μοναχού και Πρόκλου μοναχού (γνωστό και ως «Χρονικό των Ιωαννίνων»)

Κοινοποίηση

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Live Stream

Coming Soon