Ο Victor Berard λίγο πιο πέρα απ’ το Ελβασάν…

Δημοσιεύθηκε: 19/10/2020 15:04 Τελευταία Ενημέρωση: 20/10/2020 13:36 Από: Tachydromos

Σε προηγούμενη ανάρτηση αναδημοσιεύσαμε μικρό μέρος από το βιβλίο του Γάλλου Victor Berard “La Turcquie et l’hellenisme contemporain” (Τουρκία και Ελληνισμός) που περιέχουν εντυπώσεις από ταξίδι του στα μέρη της σημερινής Αλβανίας τω 1890. Αφορούσε η προηγούμενη σε συγκλονιστική μαρτυρία του για τη φλόγα ελληνισμού που συνάντησε στην Ορθόδοξη κοινότητα του Ελβασάν.

Το ταξίδι του συνεχίζει προς το Μοναστήρι. Η παρούσα ανάρτηση αναφέρει τη διανυκτέρευση του σε Χάνι στην περιοχή του Λιμπράζντ, συγκεκριμένα στο Κιούκες (Qukës) και στο βιβλίο είναι με την υποσημείωση «Το όνειρο ενός μυλωνά». Κάπου δίπλα στον Γενούσο Ποταμό (Shkumbin).

Η ιστορία που περιγράφει θα μπορούσε να αποτελεί και ρεπορτάζ τρέχουσας επικαιρότητας εάν κάποιος ανθρωπολόγος θα έκανε την δική του έρευνα στις συγκεκριμένες περιοχές… Για αυτό διαβάζεται και σήμερα με ενδιαφέρον.

«…Αφού ασφαλίσαμε τα άλογα μας και τις αποσκευές μας, καθίσαμε πλάι στο ρυάκι. Έχει υγρασία και ψύχρα. Μας διαπερνά η δροσιά της νύχτας παρά τη δυνατή φωτιά από ξύλα έλατου που μας ζεσταίνει. Για το βραδινό δείπνο μας ο μυλωνάς έβαλε κριθαρόψωμο στο νερό του ποταμού για να μουλιάσει: χωρίς αυτή την προνοητικότητα δε θα μπορούσαμε να το σπάσουμε. Ο φιλοξενητής μας είναι ένας συμπαθής θνητός, ένας ωραίος Αλβανός. Τον λένε Γιάνκο. Είναι μόλις 30 χρονών και έχει κιόλας γνωρίσει το μισό Ισλάμ. Καβάσης της Ρεζί (τύπος εφοριακού για τον έλεγχο της φορολογίας του καπνού επί Τουρκοκρατίας σ.μ.) στην Κωνσταντινούπολη, αστυνόμος (κολτζής) στη Μεσοποταμία, στο Μαράς και την Ούρφα, έφυγε από τη Ρεζί για λόγους αξιοπρέπειας: ήθελαν να τον προσκολλήσουν στην υπηρεσία ενός εβραίου υποδιευθυντή (μουντίρη). Οι Έξι Εισφορές τον χρησιμοποίησαν για λίγο καιρό στη Μερσίνα, για να εποπτεύει το λαθρεμπόριο του τουμπεκί (φυτού που καπνίζουν οι Τούρκοι στο ναργιλέ). Δυσκολευόταν όμως να συνεννοηθεί με τα γραφεία, ενώ με τους κοντραμπατζήδες τα βρήκε πολύ άνετα. Τον πήρε λοιπόν από κει η κυβέρνηση και τον έστειλε τελωνοφύλακα στην Τεκίροβα – την αρχαία Φάσηλι 0 σε κάποιο αραξοβόλι στα βάθη του κόλπου της Παμφυλίας. Η θέση ήταν καλή. Τα καΐκια της Μάκρης και του Καστελλόριζου, που φορτώνουν στην ακτή αυτή καυσόξυλα για την Αλεξάνδρεια, έπρεπε να πληρώνουν πολύ ψηλά τέλη. Ως τελωνοφύλακας είχε επίσης και τον έλεγχο του αριθμού των δέντρων που έκοβαν οι χωρικοί στα κρατικά δάση. Και το ρευστό έτρεχε αφθονότατο στο κεμέρι του από τις δύο αυτές πηγές. Το μέρος όμως είχε πυρετούς και ο τελονωφύλακας του Ντελίκτας-έτσι ονομαζόταν το πλαϊνό λιμάνι- ήταν άνθρωπος φθονερός: κάθε φορά που ερχόταν ο ελεγκτής τον «κάρφωνε» τον άμοιρο το φίλο μας. Κι έτσι ο κακός αυτός τελωνοφύλακας έφαγε μια μέρα μια σφαίρα και ο Γιάνκο, για να γιατρευτεί από τους πυρετούς, γύρισε πίσω στον τόπο του.

Κατά καταπληκτική σύμπτωση είχαμε και μείς γνωρίσει την Τεκίροβα κα το Ντελικτάς. Ο κακός τελωνοφύλακας μας είχε φιλοξενήσει μερικές μέρες, ενώ αντιγράφαμε τις επιγραφές του Ολύμπου (Όλυμπος της Μικράς Ασίας), τον περασμένο Απρίλη. Η σφαίρα δεν είχε σοβαρές συνέπειες, έμεινε δεκαπέντε μέρες περίπου στο κρεβάτι και τιποτ’ άλλο.

Ελπίζαμε, δίνοντας του την είδηση αυτή, ότι θα καθησυχάζαμε την αρβανίτικη τούτη συνείδηση: αντίθετα, τη γεμίσαμε στενοχώρια και θλίψη … και να που διακυβεύουμε τώρα το βραδινό μας δείπνο, που προμηνυόταν πολυτελές, καθώς το έδινε ένας άνθρωπος κατευχαριστημένος από τον εαυτό του.

Ο Γιάνκο ωστόσο, χωρίς να μας κρατά κακία, βάζει μια κότα να ψηθεί και ξαναπιάνει τις ιστορίες του. Μιλά τα ελληνικά της Μικράς Ασίας, λέει, όπως οι Σμυρνιοί, ένας Φραντζής, ένας Φράγκος, ο Κόσσολος, ο πρόξενος: τσατραπατρίζει επίσης και τα τούρκικα, τα αράπικα και τα αρμένικα: ξέρει και το «μπουόνο» στα γαλλικά. Τον ρωτήσαμε για τη θρησκεία του. Μας αποκρίθηκε πως μας έχει για αρκετά Ευρωπαίους, ώστε να μη νοιαζόμαστε για τέτοιες σαχλαμάρες κι ότι ένα αρβανίτικο γνωμικό λέει σωστά: «όπου η σπάθα, εκεί και πίστη…». Είναι μουσουλμάνος: αν όμως ο πρόξενος της Γαλλίας στο Σκούταρι τον ήθελε για καβάση ή τον έπαιρνε ο Τρικούπης για χωροφύλακα… ο Τρικούπης καλύτερα. Λατρεύει τη Γαλλία: είδε κάποτε ένα τεράστιο γαλλικό στόλο στο λιμάνι της Σμύρνης. Ίσως όμως η Ελλάδα να του πήγαινε περισσότερο.

Ο πιστός τούτος υπήκοος του Σουλτάνου έχει τόσο πολύ ζήσει με μικρασιάτες Έλληνες, ώστε έχει πάρει όλες τους τις ιδέες. Είναι ένα παράδειγμα, ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα, ενός φαινομένου που εύκολα μπορεί να το παρατηρήσει κανείς: ο Αρβανίτης, κι ο μουσουλμάνος ακόμη, όταν λουστεί σ’ ένα λουτρό ελληνισμού, είναι σαν ένας κρύσταλλος μέσα σε ένα διάλυμα υλικών αλλότριων αλλά ισόμορφων. κατακαλύπτεται πληρέστατα και κανονικότατα σε όλες του τις πλευρές από ένα στρώμα κάθε μέρα και πυκνότερο. Αν τον ξύσεις λιγάκι ή αν τον κοιτάξεις μέσα απ’ τη διάφανη επιφάνεια, θα βρεις γρήγορα ένα φόντο περηφάνιας, αγριάδας και πείσματος, που απουσιάζουν στον υπολογιστή Γραικό. Αν σταθείς όμως στα απέξω, η ομοιότητα είναι πλήρης: στη δεύτερη γενεά, καμιά διαφορά πια δε χωρίζει τους γιούς του Αρβανίτη αυτού από έναν Αθηναίο ή μάλλον από ένα Μωραΐτη, που του μοιάζουν στην οξύθυμη και εκδικητική φύση…

Ο Γιάνκο μιλά για την Αθήνα, για τις προσεχείς εκλογές (πρόκειται για τις εκλογές της 14.10.1890 σ.μ.) και για τον Τρικούπη. Είναι τρικουπικός, όπως όλοι σχεδόν οι Έλληνες του εξωτερικού. Θα ήθελε να γνωρίσει τον Τρικούπη και μας επιφορτίζει να του δώσουμε μερικές συμβουλές: «Οι Έλληνες δεν έχουν στρατό και δεν τους αρέσει η στρατιωτική υπηρεσία, δεν αγαπάνε το νιζάμ (υποχρεωτική στρατιωτική θητεία και στο κείμενο είναι στα Ελληνικά η φράση σ.μ.): με τα λεφτά τους πρέπει να σηκώσουν μισθοφορικά σώματα απ’ την Αλβανία. Οι κατατάξεις θα γίνουν εύκολα και θα είναι πάμπολλες γιατί όλη η αρβανιτιά γνωρίζει τον πλούτο του ελληνικού κράτους: κι οι μουσουλμάνοι ακόμη θα πήγαιναν πλήθος, για να πάρουν ένα μισθό που θα τους πληρώνεται κάθε μήνα, όπως πληρώνονται οι μισθοί στην Ελλάδα και, αλίμονο, κανένας στην Τουρκία… Ο Έλληνας λοιπόν με τους Αλβανούς του θα μπορούσε να περιμένει άφοβα το Βούλγαρο… Κι έπειτα, αν κάποτε η Ελλάδα έρθει ως εδώ, θα πάρουν τότε δρόμο οι μπέηδες κι οι αγάδες, όπως έγινε και στη Θεσσαλία, κι ο καθένας τότε θα αποκτήσει το χωραφάκι του: όλος τούτος ο κάμπος ανήκει στους μπέηδες της Κορυτσάς, σπίτια και γη… Είναι δίκαιο αυτό;…»

Ο μυλωνάς μιλούσε και χειρονομούσε και οι ανταύγειες της φωτιάς φώτιζαν τις κινήσεις του, ενώ πίσω απ’ τους λόφους σηκωνόταν το φεγγάρι και στον κάμπο, όπου κατακάθιζε σιγά – σιγά ένα λεπτό στρώμα ομίχλης, είχε σιγήσει κάθε θόρυβος εκτός απ’ το αιώνιο κύλημα των νερών του ποταμού. Οσμές από έλη και πυρετούς έρχονταν από τις κοιμισμένες ιτιές και του δυόσμους. Όταν θα έρθει ως εδώ ο ελληνισμός! Ένας μυλωνάς από το Μπρίνιεζ, αλβανικής φυλής και μουσουλμανικού θρησκεύματος, υπολογίζει στην έλευση του ελληνισμού σε απόσταση 200 ή 300 χιλιομέτρων από τα ελληνικά σύνορα!...».

Κοινοποίηση

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Live Stream

Coming Soon