Αναμνήσεις από την Πρεμετή για τον Ελληνο - Ιταλικό Πόλεμο

Δημοσιεύθηκε: 26/10/2020 14:27 Τελευταία Ενημέρωση: 26/10/2020 14:26 Από: Tachydromos

Ο Βίκτωρας Κόλιας, συγχωρεμένος τώρα, τω 2002 κυκλοφόρησε στα Τίρανα μια μονογραφία αφιερωμένη στην γενέτειρα του, το χωριό Μπένια της Πρεμετής.

Περιέχει το βιβλίο του ορισμένες σελίδες αφιερωμένες στον Πόλεμο του Ελληνικού Στρατού κατά των Ιταλών φασιστών, το Έπος του 1940-41.

Οι σημειώσεις του δεν έχουν αξία μόνο του αυτόπτη μάρτυρα, που έζησε τα γεγονότα, γεννηθείς το 1926 ήταν μεγάλο παιδί το 1940, αλλά κυρίως απ’ το γεγονός ότι όσα μας μεταφέρει εκ των υστέρων αφορούν και στη σπουδαία σταδιοδρομία του. Το 1955-1960 σπούδασε σε ανώτερες στρατιωτικές σχολές της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και ειδικεύτηκε μάλιστα στην Παιδαγωγική και Ψυχολογία.

Έτσι έως τη συνταξιοδότηση του δίδαξε στην Σχολή Αξιωματικών της Αλβανίας και υπήρξε Προϊστάμενος της Έδρας Κοινωνιολογίας της εν λόγω Σχολής.

Γι αυτό και όσα γράφει είναι ταυτόχρονα αναμνήσεις αλλά και συμπεράσματα σε ηλικία μάλιστα προχωρημένη και με πλούσια την πείρα της ζωής.

Ακολουθούν πιο κάτω σε μετάφραση απ’ την Αλβανική ορισμένα σημεία:

«… Ήταν φθινόπωρο του 1940. Ο ιταλικός φασισμός εντατικοποιούσε τις ετοιμασίες για πόλεμο με την Ελλάδα. Στην Πρεμετή είχαν εγκατασταθεί και συγκεντρώνονταν πολυάριθμες στρατιωτικές δυνάμεις, όπως πυροβολικό, άρματα μάχης κ.α. Τις ημέρες αυτές άρχισαν να φτάνουν στη Μπένια και πολλές πρεμετινές οικογένειες για να αποφύγουν τους κινδύνους του πολέμου. Οι ερχόμενοι διηγούνταν με μεγάλη αγωνία για τις ετοιμασίες των σωμάτων στους χώρους των στρατοπέδων και τις κινήσεις τους προς τα σύνορα με την Ελλάδα. Αυτές ήταν οι συζητήσεις των ημερών στο χωριό.

Το Σεπτέμβριο του 1940 η Ορειβατική Μεραρχία «Τζούλια» εγκαταστάθηκε μεταξύ Περάτι και Λεσκοβικίου. Τη θέση του στην Πρεμετή την έπιασε η Μεραρχία «Μπάρι», ενώ στην Κλεισούρα η Μεραρχία «Κένταυρος». Και η Ελλάδα έλαβε τα μέτρα της. Συγκέντρωσε πολλές δυνάμεις και μέσα στη μεθόριο.

Στις 28 Οκτωβρίου η φασιστική Ιταλία ανακήρυξε στην Ελλάδα και εκείνη την ημέρα, στις 6 το πρωί, τα σώματα των φασιστών πέρασαν το ελληνοαλβανικό σύνορο. Δύο μέρες αργότερα ο Μουσολίνι θα δήλωνε: «Θα τις σπάσουμε τα πλευρά της Ελλάδας». Στην πραγματικότητα όμως συνέβη το αντίθετο. Υπό ατμοσφαιρικέ συνθήκες πολύ δυσμενείς, υπό συνεχείς θύελλες και με ποταμούς γεμάτους πέρα για πέρα τα ιταλικά σώματα έφτασαν μέχρι τον Καλαμά, αλλά εκεί μπλοκαρίστηκαν αδυνατώντας να καταλάβουν τον οχυρωμένο κόμβο του Καλπακίου., παρότι συνέχισαν τις επιθέσεις τους έως τις 5 Νοεμβρίου. Έτσι οι Ιταλοί δεν μπόρεσαν να φάνε το μεσημέρι στο Καλπάκι, όπως έλεγε ένα τραγούδι της εποχής:

«Που θα φάμε μεσημέρι;

Στο έρημο το Καλιμπάκι.

Που θα πάρουμε το δείπνο;

Στα Γιάννενα με τον Αλί.»

Τις ειδήσεις για τον πόλεμο τις έφερε στη Μπένια ο πρώην στρατιώτης Αναστάσιος Κόλια, ο οποίος είχε λιποτακτήσει απ’ το μέτωπο μαζί με τους συντρόφους του αλβανικού τάγματος που αρνήθηκαν να πολεμήσουν κατά του ελληνικού λαού. Επίσης εκείνες τις ημέρες ένα ελληνικό αεροπλάνο με δύο πτερύγια βομβάρδισε τα στρατόπεδα της Πρεμετής. Η φωτιά συνεχίστηκε μέρα και νύχτα, και συνοδεύονταν απ’ τις εκρήξεις των πυρομαχικών. Οι φλόγες φαίνονταν ακόμη και απ’ το Γρισντοβέτσι της Νοβοσέλα. Οι ζημιές ήταν πολύ μεγάλες.

Η ιταλική νίκη των πρώτων ημερών δεν συνεχίστηκε για πολύ. Η αντίσταση του ελληνικού λαού υπήρξε ισχυρή. Για τον ελληνικό στρατό άρχισαν δύσκολες μέρες. Ο θόρυβος του πολέμου, των βομβαρδισμών του πυροβολικού άρχισε να ακούεται πολύ κοντά, πράγμα που μαρτυρούσε ότι οι φασιστικές δυνάμεις είχαν αρχίσει να οπισθοχωρούν. Μια απ’ αυτές τι μέρες πέρασε στη Μπένια ένας λόχος στρατιωτών με τον διοικητή τους, που είχαν καταντήσει μη χειρότερα. Κτύπησαν στην πόρτα των Κολιογκέλιο και ζήτησαν ψωμί. Ο Τζιτζόκου και η Όλγα με δύο ταψιά ψωμιά στα χέρια, μοίρασαν σε όλους από ένα κομμάτι. Ήταν τόσο πεινασμένοι, που έσπρωχνε ο ένας τον άλλο για να πάρουν το κομμάτι ψωμιού. Μετά έφυγαν προς την κατεύθυνση της Νοβοσέλα.

Για να παρεμποδίσουν όσο δύναται την πρόοδο των ελλήνων και για να διασφαλίσουν την οπισθοχώρηση των δυνάμεων τους προς την Κλεισούρα, οι ιταλοί διοργάνωσαν προσωρινή γραμμή άμυνας στη δεξιά πλευρά της ροής του παραπόταμου Λιαγκαρίτσα. Η πρώτη γραμμή περνούσε στους λόφους του Μάλι ι Μπάρδε, στο Μπουαρέτσι, στην άκρη του ποταμού στην πεδιάδα της Μπένια, στους λόφους του Σεν Μερτίρι, στα υψώματα του Βινιάχου και πέρα προς το βορρά. Ενώ απέναντι στη γραμμή αυτή, στην αριστερή πλευρά της ροής της Λιαγκαρίτσα, ξεκινώντας απ’ τους λόφους πάνω απ’ το Πέτρανι, σ΄αυτούς της Γκραμπόβα και του Ογκντούνανι, στο Ιζγκάρ και στη συνέχεια στάθηκαν και πήραν θέσεις οι ελληνικές δυνάμεις. Ήταν μέρες πολύ δύσκολες, παντού ηχούσαν τα όπλα και τα πολυβόλα., οι βόμβες, χειροβομβίδες, τα κανόνια και οι όλμοι. Οι σφαίρες έπεφταν στις στέγες των σπιτιών. Η ζωή παρέλυσε εντελώς. Κάθε μέρα οι μάχες διεξάγονταν με μια θαυμαστή κανονικότητα. Άρχιζαν απ’ τις δύο πλευρές κατά τις πέντε – έξι το πρωί και τελείωναν την ίδια ώρα το βράδυ, με εξαίρεση το πυροβολικό και τα πολυβόλα που έριχναν και κατά διαστήματα της νύχτα. Το σφύριγμα των όλμων του πυροβολικού που περνούσαν πάνω απ’ τα σπίτια, ήταν μια πραγματική φρίκη. Οι άνθρωποι περίμεναν με φόβο που θα σκάσουν. Έγινε τόσο σύνηθες αυτή η πολεμική κατάσταση, όσο που εμείς τα μικρά παιδιά είχαμε φτάσει να διακρίνουμε απ’ τον ήχο ποιάς πλευράς ήταν τα πολυβόλα.

Το ιταλικό πυροβολικό που είχε εγκατασταθεί στο Μάλι ι Μπάρδε έπαιρνε στη σειρά και σφυροκοπούσε (με συνηθισμένους όλμους ή τύπου Σάρπελ) τους λόφους της Γκραμπόβα και του Ογκντούνανι μέχρι πάνω στο Εικόνισμα του χωριού. Ενώ το ελληνικό πυροβολικό, που ήταν οι θέσεις του στο Λόκοβο του Λιπιβάνι, κτυπούσε τις θέσεις των ιταλών στο Μάλι ι Μπάρδε, τους λόφους της Μπένια και της Νοβοσέλα κλπ. Ένα απόγευμα, δύο – τρεις όλμοι του ελληνικού πυροβολικού έπεσαν μέσα στο χωριό. Η μία στον τοίχο πίσω απ’ την εκκλησία και η άλλη στο Ντεργκούρι στον τοίχο του Ιωσήφ Νάσκα. Αρκούσε τούτο ώστε όλο το χωριό να κλειστεί μέσα, με εξαίρεση των περιπτώσεων που αναγκάζονταν να ποτίσουν τα ζώα, όχι σπάνια και κάτω απ’ τα πυρά των όπλων.

Τα αεροπλάνα και των δύο πλευρών έσκιζαν καθημερινά τον ουρανό και από παντού περνούσαν έσπερναν την καταστροφή και το θάνατο. Ο εναέριος πόλεμος είχε γίνει συνηθισμένος, ειδικά ανάμεσα στα συνοδευτικά των βομβαρδιστικών. Μερικά μάλιστα άρπαζαν φωτιά και έπεφταν. Υπήρχαν περιπτώσεις που τα ιταλικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα, για να διαφύγουν τον κίνδυνο, έριχναν τις βόμβες όπου μπορούσαν. Μια φορά τις έριξαν στο μήλο του χωριού και στο Τάϊμα του Ν. Κολιού. Ευτυχώς δεν υπήρξαν θύματα. Η πόλη της Πρεμετής υπέφερε ιδιαίτερα απ’ τους βομβαρδισμούς και οι ζημιές ήταν μεγάλες σε ανθρώπους και υλικά. Μια μέρα ήρθε στο χωριό ιταλική περίπολος αποτελούμενη από ένα αξιωματικό και δύο στρατιώτες. Ήταν οπλισμένη με όπλο και χειροβομβίδες στη ζώνη. Καθώς φαίνεται έλεγχαν λιποταξίες απ’ το μέτωπο. Πήγαν μέχρι στη βρύση να πιουν νερό και δροσιστούν και γύρισαν απ’ όπου είχαν έρθει. Εκείνο το βράδυ μαθεύτηκε ότι στο σπίτι του Θεόδωρου Πρίφτι είχαν φέρει ένα ιταλό στρατιωτικό βαριά τραυματισμένο στους δύο μηρούς. Ήταν ακριβώς ο αξιωματικός της περιπόλου, του οποίου είχε πέσει το χρώμα του θανάτου στο πρόσωπο. Οι μάχες στον τομέα αυτό συνεχίστηκαν μερικές εβδομάδες, έως ότου ένα απόγευμα η συχνότητα του πυρός όλων των ειδών των όπλων, αλλιώτικα από άλλες φορές, αυξήθηκε πάρα πολύ. Οι Έλληνες είχαν ορμήσει εντατικά με την ιαχή τους «Αέρα μωρέ παιδιά» (σ. μ. έτσι και στο αλβανικό). Η αντιπαράθεση υπήρξε σφοδρή, έως σώμα με σώμα. Οι Ιταλοί καταστράφηκαν και άρχισαν να οπισθοχωρούν ταχύτατα στην γραμμή άμυνας. Το έβαλαν στα πόδια προς τη Μπένια, Νοβοσέλα και στους λόφους γύρω. Μέρος των ελλήνων στρατιωτών ήρθαν μέσα στο χωριό. Είχαν μαζί τους μερικούς Ιταλούς στρατιώτες αιχμάλωτους…

... Εκείνο το βράδυ επίσης έγινε μια πραγματική μάχη πάνω απ’ τη Νοβοσέλα, στην κορυφή του όρους Σεμίτερ (σ. μ. Αγίου Μάρτυρος Μηνά). Ένα Ιταλικό Τάγμα είχαν εκεί πάρει θέσεις ώστε να δώσουν χρόνο στις κύριες δυνάμεις να αποσυρθούν προς την Κλεισούρα. Χρειάστηκαν μερικές ώρες μάχες με όπλα, πολυβόλα, βόμβες και χειροβομβίδες έως και μάχη σώμα με σώμα οι απώλειες ήταν μεγάλες και για τις δύο πλευρές. Το έφερε η περίσταση που με τον πατέρα μου να πάμε κατά κει μια μέρα μετά, για να μαζέψουμε κανένα λάφυρο πολέμου. Ήταν μια εικόνα φρίκης. Πολλοί Ιταλοί στρατιώτες είχαν μείνει σκοτωμένοι, όπως ήταν στις θέσεις μάχης. Ο ένας απ’ αυτούς, πεσμένος πάνω στο πολυβόλο του, είχε παγώσει και έμοιαζε να συνέχιζε να πυροβολεί. Οι Ιταλοί δεν είχαν μπορέσει να σκεπάσουν τους νεκρούς τους διότι είχαν αποσυρθεί βιαστικά. Ενώ οι έλληνες τους είχαν προσωρινά προσχώσει, διότι πάνω απ’ το χώμα ακόμη φαίνοντας τα μέλη τους…

…Συνεπεία της κατάστασης, η Πρεμετή μετατράπηκε από οπισθοφυλακή του ιταλικού στρατού σε οπισθοφυλακή του ελληνικού, υπό τον έλεγχο των οποίων πέρασε και η Μπένια. Έτσι οι έλληνες έβαλαν τη δική τους διοίκηση σε όλο το νομό Πρεμετής. Στην πόλη και στις επαρχίες των περιοχών τον νόμο επέβαλε η ελληνική χωροφυλακή…

Την περίοδο αυτή μερικοί σχηματισμοί του ελληνικού στρατού εγκαταστάθηκαν στα χωριά ώστε να ανασυνταχθούν και αναρρώσουν. Και στη Μπένια για δύο περίπου μήνες έμεινε μια μονάδα του πυροβολικού 75/13mm μεταφερόμενη με υποζύγια. Οι αξιωματικοί και στρατιώτες τακτοποιήθηκαν σε σπίτια του χωριού. Οι κάτοικοι της Μπένια τους υποδέχτηκαν θετικά, τους στέγασαν και τάισαν με ότι τους βρέθηκε, ειδικά την πρώτη περίοδο που δεν υπήρξαν προμήθειες του στρατού. Θυμάμαι ο διοικητής τους έμεινε στο σπίτι μας. Ενώ ο αναπληρωτής του, Λυκούργος, έμεινε στο σπίτι του Τσατσίκο των Ντοναίων. Οι δύο αυτοί αξιωματικοί του πυροβολικού είχαν βγάλει σχολές στη Γερμανία. Όσο διάστημα έμεινε στο χωριό αυτή η μονάδα εκτελούσε ένα αυστηρό στρατιωτικό καθεστώς. Τις Κυριακές συμμετείχαν και στις θρησκευτικές τελετές στην εκκλησία του χωριού.

Γενικά αυτοί συμπεριφέρθηκαν καλά στο χωριό. Τούτο και λόγω του γεγονότος ότι οι κάτοικοι του χωριού ήταν Ορθόδοξοι. Συν το χρόνο ο ανεφοδιασμός τους με τρόφιμα έγινε πιο κανονικός και ήταν αυτοί που τώρα βοήθησαν με τροφές μερικές απ’ τις φτωχότερες οικογένειες.

Μετά απ’ αυτούς στο χωριό ήρθαν και άλλοι αξιωματικοί και στρατιώτες, ειδικά της οπισθοφυλακής. Δεν θα παραλείψω να αναφερθώ εδώ τον παθολόγο γιατρό Λαμπρίδη, ένας ανθρωπιστής και πολύ ικανός επιστήμονας, που ποτέ δε κουράστηκε να εξετάσει και νοσηλεύσει πολλούς χωρικούς, μικρούς και μεγάλους. Φοβόταν πολύ τα αεροπλάνα και την ημέρα κρύβονταν στο δάσος πάνω απ’ το χωριό, όπως και ο Λίλι του Πόλε, που πήγαινε στο θόλο της Τζάκο το πρωί και γύριζε στο σπίτι του το βράδυ.

Τα τρόφιμα, ρούχα και πυρομαχικά ο στρατός τα μετέφερε με ζώα. Τα καραβάνια πυροβολούνταν από τα αεροπλάνα που πετούσαν καθημερινά. Μια φορά ένα μαχητικό ιταλικό γάζωσε όλο μας το χωριό. Αυτή τη στιγμή βομβαρδίστηκε και η γέφυρα του Πέτρανι απ’ τα γερμανικά «Στούκας». Αυτό υποχρέωσε τους έλληνες να κατασκευάσουν ένα άλλο δρόμο Πρεμετή – Πέτρανι, απ’ τα δεξιά της ροής της Βιόσας (σ.μ. Αώος), όπου εργάστηκαν με μεροκάματα και χωρικοί απ’ τη Μπένια.

Ο πόλεμος δυσχέρανε πολύ την οικονομική κατάσταση των κατοίκων της Μπένια. Στέρευαν και τα τελευταία αποθέματα. Μερικοί χωρικοί επήραν στάρι ή καλαμπόκι δανικό σε άλλα χωριά. Μάλιστα ο Ν. Κόλια και ο Α. Παπαβαγγέλη πήγαν μέχρι τα Γιάννενα να εξασφαλίσουν απ’ το Μητροπολίτη δύο τρία τσουβάλια αλεύρι. Παντού έβλεπε κανείς τις συνέπειες του πολέμου, σκοτωμένοι στρατιώτες, ψόφια ζώα, όπλα και πυρομαχικά πεταμένα. Δεν έμεινε σπίτι να μην απόκτησε το όπλο του και σφαίρες και χωρίς να πάρει κουβέρτες, κάπες κλπ. Μερικοί πήραν και κάνα μουλάρι αλλά αργότερα υποχρεώθηκαν να το επιστρέψουν…

…Μετά από πέντε μήνες πολέμου τα ελληνικά σώματα αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν στο εσωτερικό της επικράτειας τους, συνεπεία της εισβολής των γερμανών, πράγμα που κατέστησε δυνατό ώστε στα τέλη του Απρίλη 1941 την επάνοδο των ιταλικών δυνάμεων στην Πρεμετή και την επανεγκατάσταση της δικής τους δημόσιας διοίκησης.

Από τις ημέρες εκείνες κιόλας πέρασε στη Μπένια λόχος ιταλών στρατιωτών, που έμειναν στην είσοδο του χωριού, στη Ντεργκούρα.

Ήταν απόγευμα. Όπως συνήθως πρώτοι πλησιάσαμε εμείς τα παιδιά και στη συνέχεια μερικοί χωρικοί. Τη στιγμή εκείνη έγινε κάτι ασυνήθιστο. Δύο έλληνες στρατιώτες, ένας πίσω απ’ τον άλλο, με τα μακριά τους όπλα στον ώμο, πέρασαν κάτω απ’ το αλώνι των Κολιογκέλιων. Καθώς φαίνεται είχαν μείνει πιο πίσω κατά την οπισθοχώρηση απ’ το μέτωπο. Ένας απ’ τους ιταλούς στρατιώτες, μόλις τους είδε έβαλε τις φωνές «Ι γκρέτσι», (Έλληνες) και στη στιγμή ο λόχος εξάτμισε. Ο πόλεμος με τους έλληνες τους είχε βάλει τον πανικό στο κόκκαλο…»

Κοινοποίηση

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Live Stream

Coming Soon