Σάβανο το χιόνι εκεί ψηλά στο Γκόλικο…

Δημοσιεύθηκε: 17/03/2021 11:26 Τελευταία Ενημέρωση: 17/03/2021 11:26 Από: Tachydromos

Ο Ιταλός συγγραφέας και δημοσιογράφος, διανοούμενος και πολιτικός ακτιβιστής, Gianni Granxoto, πολέμησε κατά τον Ελληνο-Ιταλικό Πόλεμο το 1940-41 στα μέρη του Τεπελενίου. Τήρησε ημερολόγιο που δημοσιεύθηκε στη μορφή βιβλίου με τον τίτλο “Vojussa, mia cara”, (Βιόσα (Αώος), αγαπημένη μου) το 1985.

Περιγράφει ειδικά το Όρος Γκόλικο, με τα δικά του υψώματα. Έγιναν εκεί μάχες φονικές και ο ηρωισμός των Ελλήνων στρατιωτών του 39ου και 40ου Συντάγματος των Ευζώνων, είναι ανάλογες εκείνων των μαχών στο Ύψωμα 731. Οι άνδρες της Αιτωλό-Ακαρνανίας πολέμησαν τέτοιες μέρες για να καταλάβουν και κρατήσουν τη γραμμή. Έπεσαν μαχόμενοι και άλλοι από τα κρυολογήματα.

Με λογοτεχνικό λόγο ο Γκραντζότι γράφει ότι το βαρύ χιόνι του Γκόλικο έγινε σάβανο για τους πεσόντες.

Ίσως γιατί είναι πολύ ψηλότερο, τουλάχιστον δυόμισι φορές του Υψώματος 731, ίσως διότι έχουν γραφτεί λιγότερα, ίσως διότι οι Θεσσαλοί είναι πιο ευαίσθητοι κι ενδιαφερόμενοι για τους δικούς πεσόντες, για κάποιους τέτοιους λόγους το Γκόλικο είναι λιγότερο γνωστό. Πλην όμως όχι λιγότερο ένδοξο.

Και είναι ένδοξο διότι ποτίστηκε με το αίμα των Ελλήνων Πεσόντων που προέβαλαν το υψηλό φρόνημα και την αφοσίωση στα ιδανικά της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας.

Ήταν μέρες τέτοιες και σχετίζονταν με την Εαρινή Επίθεση που επινοήθηκε ο Ντούτσε και που για να εμψυχώσει τα στρατεύματα του που είχαν βαλτώσει επισκέφθηκε λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα το Μέτωπο.

Τα όψιμα φετινά χιόνια που κάλυψαν τα βουνά μας στρέφουν τη σκέψη μας κι εκεί στο Γκόλικο και τους πλέον των 150 πεσόντων μας εκεί: στο Ύψωμα 1723, στο Ύψωμα Δόντι, στο Ύψωμα Τσιάνο, στο Ύψωμα Παπακώστα, στο Ύψωμα Λέκλι…

Από 28 Φλεβάρη 1941 και έως 17 Μάρτη έπεσαν όλοι σε ένα ορεινό όγκο που έπρεπε να κρατηθεί οπωσδήποτε με στόχο την κατάληψη της Γέφυρας του Ντραγκότ και την απώθηση της γραμμής των Ιταλών οριστικά.

Σε μετάφραση λίγα απ’ όσα περιέχει το Ημερολόγιο του Γκραντζότι:

«…Το Γκόλικο είναι ένα βουνό στην Αλβανία. Είναι στη μορφή ενός τριγώνου με οξεία γωνία, σχεδόν κάθετο. Δεν είναι ιδιαίτερα ψιλό, δεν

φτάνει καν τα δύο χιλιάδες μέτρα. Κατά τον πόλεμο κατά των ελλήνων υπήρξε μια στιγμή κατά την οποία τούτο το Γκόλικο, του οποίου έως τότε ούτε καν το όνομα ήταν γνωστό, έγινε το κλειδί της στροφής της όλης επιχείρησης.

Τούτο συνέβη το χειμώνα του 1941 ιδιαίτερα το Φλεβάρη έως και τα μισά του Μάρτη. Για πενήντα μέρες συνεχώς πάνω απ’ το Γκόλικο ξέσπασαν συγκρούσεις και μάχες αδιάκοπες, με σύντομες διακοπές μόνο κατά τη νύχτες. Κάθε πρωί ο πόλεμος ξεκινούσε και πάλι για κάνα μέτρο το πολύ που έπρεπε να ανακαταληφθεί ή να προασπιστεί. Μερικά σημεία του βουνού ήταν υπό την κατάληψη των ιταλών στρατιωτών, μερικά άλλα είχαν καταληφθεί απ’ τους έλληνες στρατιώτες, μετά απώλειες, σημεία που ξαναπάρθηκαν και πάλι, χαμένα. Το Γκόλικο ήταν σκεπασμένο με χιόνι και σκοτωμένους στρατιώτες. Και σήμερα όταν ακούω τη λέξη πόλεμος, σκέφτομαι το Γκόλικο. Το βλέπω και πάλι καπνισμένο απ’ τις εκρήξεις των όλμων, αναθυμιάσεις ατμών γκρίζου χρώματος, μολυβί, που ανέβαιναν πότε εδώ και πότε εκεί, πάνω απ’ το λευκό φόρεμα του βουνού. Η γραμμή του μετώπου στις πλαγιές του Γκόλικου, στις κλητές των γκρεμών και πάνω στο χιόνι με το σκούρο χρώμα των δασών στις κοιλάδες, ήταν τόσο τεθλασμένη και μεταβαλλόμενη όσο που ήταν δύσκολο να καταλάβαινες με ακρίβεια τινός ανήκε. Ούτε μπορούσες να καταλάβεις ποιος πυροβολούσε, εμείς ή αυτοί.

Τέτοιες παρατηρήσεις έκανε όποιος παρατηρούσε το Γκόλικο από κάτω ή από μακριά. Εγώ προσωπικά δεν πολέμησα στο Γκόλικο, αλλά οι θέσεις του τάγματος μου ήταν ακριβώς δίπλα, πέρα από ένα μικρό ποτάμι που περνούσε κάτω απ’ το καταραμένο βουνό. Μαζί με το Γκόλικο, ήταν ένα κάτι σαν αμφιθέατρο άλλων βουνών αραδιασμένων γύρω απ’ την Βοούσα, του μεγαλύτερου ποταμιού εκείνου του κομματιού της Αλβανίας. Το όνομα της Βοϊούσας παραμένει και αυτό σκαλισμένο στη μνήμη μας για τις απογοητευμένες μάχες που κάναμε κατά το ρου αυτού του ποταμιού που λαμπιρίζει σαν αργυρό. Για να περάσεις τη Βοϊούσα, κάτω απ’ το Γκόλικο, ήταν μια γέφυρα: η Γέφυρα του Ντραγκότ. Δύο μίλια πιο ψιλά η κοιλάδα άνοιγε, απλώνονταν σε ένα οροπέδιο κάτω απ’ τα βουνά, που έμοιαζαν σα να τα είχε τινάξει αυτή απ’ τον εαυτό της και να είχε σπρώξει με τις πλάτες…

30 Ιανουαρίου

….Δεν έχουμε ακόμη φτάσει εδώ, αλλά ο χώρος μας ελιγμών έχει στενέψει. Είμαστε με την πλάτη στον τοίχο. Κάθε ύψωμα είναι σημείο στήριξης και σωτηρίας, προασπίζεται ακόμη και τη λόγχη όπως κάνουν οι αλπινιστές των ταγμάτων του Τζούλιο, στο Γκόλικο. Το όνομα αυτού του βουνού έχει γίνει σύμβολο. Το Γκόλικο είναι το πιο προωθημένο σημείο στο οποίο έφτασαν οι έλληνες στην επίθεση του Γενάρη. Πέρασαν τη Βοϊούσα στην Κλεισούρα και τώρα βρίσκονται στην αριστερή πλευρά του ποταμιού. Το Τάγμα μας είναι λίγο πιο πέρα, στα βουνά που βρίσκονται μεταξύ του ποταμού Δρίνο και ποταμού της Μπέντσα. Εάν οι Έλληνες θα μας επιτεθούν δυνατά από πλευράς μας, η επίθεση τους θα μας κλείσει σαν μια δαγκάνα, μια λαβίδα πάνω στο Γκόλικο, ενώ η άλλη πάνω απ’ το Κουρβελές. Ο Ταγματάρχης Αλτιέρι λέει ότι τούτο είναι πολύ πιθανό, εφόσον τα περάσματα μας είναι ακατάβλητα με τόσο πολύ χιόνι, πράγμα που δυσκολεύει τις σχεδόν μεγάλες κινήσεις. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις.

Προς το παρόν η τελευταία είδηση ασφαλώς δεν είναι καλή. Δύο εβδομάδες πριν έπεσε το όρος Τρεμπεσίνα, μια μύτη που μπαίνει σαν σφήνα έως τη Βοϊούσα πάνω απ’ τη δεξιά ακτή. Οι αμυντικές μας γραμμές είναι πιο πέρα. Πάνω απ’ το όρος Δεμπέλι, παράλληλα με το χαμένο βουνό, καμιά 20 χλμ πιο πίσω. Απ’ το Δεμπέλι, απ’ το Γκόλικο και απ’ τα υψώματα που είμαστε εμείς, οι έλληνες απειλούν το Ντραγκότι, ένα χωριό πολύ σημαντικό, διότι βρίσκεται επί μιας γέφυρας από σίδηροκατασκευή πάνω στη Βοϊούσα: η Γέφυρα του Ντραγκότ. Ξεσκιζόμαστε γι’ αυτή: εμείς για να το αμυνθούμε, οι έλληνες για να το ρίξουν στο χέρι. Το είδα όταν ήμουν στο Τεπελένι, που είναι κάνα δύο ώρες ή κάτι περισσότερο μακριά. Τα μεταλλικά στοιχεία είναι μαύρου χρώματος, όπως εκείνα των σιδηροδρόμων. Στο έμπα της γέφυρας είναι και η επιγραφή της κατασκευής, μια μεταλλική πλακέτα με το σημείωμα: «Ανσάλντο, 1938…

14 Φλεβάρη

…Καθ’ όλη την ημέρα, ξεκινώντας απ’ την αυγή, όλο το μέτωπο απ’ το Γκόλικο έως Βοϊούσα και πιο πέρα ήταν σε κίνηση. Θύελλα βομβαρδισμών, κραυγών, καπνοί, φλόγες. Το χιόνι πάνω στα βουνά αυτά είχε γίνει μαύρο. Η σιδηρά θύελλα συνεχίζεται και προς το τέλος της νύχτας, καθώς γράφω αυτές τις σειρές.

Ακόμη δεν έχουμε ακριβείς ειδήσεις. Τα τηλέφωνα, μου λέει ο Ταγματάρχης Αλτιέρι, είναι πολύ καταλυμένα. Μερικά δεν απαντούν ακόμη. Τούτο σημαίνει ότι οι διοικήσεις έχουν μετακινηθεί, τέλος – πάντων οι γραμμές έχουν κοπεί. Έχουμε την αίσθηση ότι γίνεται λόγος για την μεγαλύτερη ελληνική επίθεση, την προσπάθεια για ένα τελευταίο πλήγμα πριν μας ωθήσουν προς το τελευταίο σκαλί στο οποίο ακόμη είμαστε πιασμένοι. Έχει ήδη ξεκινήσει η επίθεση του Τεπελενίου, που τόσο αναμένοντας. Υπάρχει περίπτωση και το δικό μας ύψωμα να κτυπηθεί…

21 Φλεβάρη

… Κανένα νέο απ’ τον τομέα μας. Συνεχίζονται οι εχθροπραξίες πάνω στο Γκόλικο και το Δεμπέλι. Βλέπουμε τα μαύρα σύννεφα του καπνού των εκρήξεων πάνω στο χιόνι.

Φαίνεται πως οι έλληνες προετοιμάζονται να επιτεθούν προς την δική μας πλευρά. Ο Αλτιέρι μας ενημέρωσε ότι από χθες έχουμε απέναντι μας το Σύνταγμα 39 των Ευζώνων. Εγώ για τους Εύζωνες γνώριζα μόνο ότι ήταν φορεμένοι με κοντές φούστες άσπρες, με δίπλες. Κάποιος μου είχε πει ότι βάφουν τα χείλη τους με κόκκινο. Ο Αλτιέρι μας προειδοποίησε να μην πιστεύουμε τέτοια παραμύθια. «Είναι άξιοι στρατιώτες, οι καλύτεροι του ελληνικού στρατού. Πολεμούν έως θανάτου. «Άγιε ουρανέ, υπάρχουν ακόμη απ’ αυτούς που πολεμούν έως θανάτου;! Τι μπορεί να ωθεί έναν άνθρωπο να βάλει στο παιχνίδι τη ζωή του για τη νίκη, για τον πόλεμο; Όταν τον αντικρίζεις από κοντά ο πόλεμος είναι ένα αποτέλεσμα μη φυσικό, απάνθρωπο, ορμή αγριότητας, όπως οι εμετοί της γης, - φώναξε ο Τσίμερμαν όταν πήγαμε να αποσύρουμε τα πτώματα του Μπενέρο με τα πόδια γυρισμένα στον ήλιο. Αγριότητα και αδικία. Γιατί ο πεζικάριος Ουμπέρτο Πάτι πέθανε στο μονοπάτι της ρωμαϊκής γέφυρας και άλλοι όχι; Είχα και εγώ περάσει δύο μέρες νωρίτερα. Και εγώ είμαι ζωντανός. Είναι το τυχαίο, η κακιά μοίρα ή μια επιλογή καλά υπολογισμένη στους ουρανούς. Ασφαλώς δεν είναι η μοίρα των Ομηρικών ηρώων παρόλο που εδώ αναπνέουμε αέρα της Ελλάδας. Οι καιροί του Ομήρου είναι μακρινοί. Οι πόλεμοι δεν είναι όπως εκείνοι και δεν υπάρχουν πια πολεμιστές. Εγώ ειλικρινά δεν αισθάνομαι πολεμιστής και δεν έχω καμιά διάθεση να πολεμήσω έως θανάτου. Κάνω το καθήκον μου και θα το κάνω. Αλλά δεν θα απαιτήσω να με σκεπάσει η δόξα…

8 Μαρτίου

…Μετά το χιόνι, η βροχή, μια παγερή βροχή, εκτυφλωτική. Είμαστε μέσα σε ένα σύννεφο κατά το ήμισυ άγιοι και το άλλο μισό στρατιώτες. Είναι τόσο μικρή η ορατότητα που για να βρεις τα ίχνη των μονοπατιών όταν πηγαίνουμε για περιπολία, θα πρέπει μπροστά να βάζουμε τις γίδες για να βρουν το δρόμο. Έχουμε τρεις ή τέσσερεις απ’ αυτές που τις έχουμε πιάσει γι’ αυτή τη δουλειά. Έχουν και αυτές μάθει να ταϊζόνται με κονσέρβες, ελλείψει οτιδήποτε άλλου. Εμείς τις ταϊζουμε αυτές γίνονται οδηγοί μας. τρέχουν στις πλαγιές, μετά γυρίζουν πίσω για να δουν αν τις ακολουθούμε. Έχουν καταλάβει το καθετί. Είναι κατσίκες πολέμου. Βρέχει και πάνω στο Γκόλικο, και πάνω στο Γκόλικο. Απ’ τα κιάλια φαίνεται ομίχλη. Τι κάνουν τώρα οι δικοί μας και οι έλληνες εκεί μέσα στη βροχή;…

10 Μαρτίου

…Ήρθε η καλή είδηση. Δύο λόχοι αλπινιστών του Βαλ Φέλα κατέλαβαν και πάλι στο Γκόλικο το Υψόμετρο 1615, το πιο ψιλό. Οι έλληνες εκδιώχθηκαν πέραν της βόρειας κλητής του βουνού, στο υψώμετρο 1143. Απ’ τις αρχές του έτους, δεν είχαν ποτέ βρεθεί τόσο κάτω. Πρέπει αυτοί τώρα να σκαρφαλώσουν και πάλι στις απότομες πλαγιές. Είναι κατακουρασμένοι. Η αντεπίθεση μας κάτω απ’ τη βροχή και το χιόνι τους βρήκε σε αιφνιδιασμό. Δεν πίστευαν ότι μας είχε μείνει ακόμη δύναμη στο σώμα, ότι θα μπορούσαμε να κινηθούμε σε κακοκαιρία…

Το Τεπελένι ανασαίνει. Η Γέφυρα του Ντραγκότι δεν ήταν πια κάτω από τη σκοπεύτρα του εχθρού. Ο κλοιός αδυνατίζει. Το βράδυ, στην τραπεζαρία, γιορτάσαμε…

11 Μαρτίου

Ο Ταγματάρχης Αλτιέρι, έμαθε απ’ τα τηλέφωνα τις λεπτομέρειες της μάχης της 9ης Μαρτίου, η οποία μας γύρισε στις θέσεις που είχαμε ένα μήνα πριν. Ήταν μια επίθεση με ξιφολόγχες, με τον εχθρό να αντιμετωπίζεται σώμα με σώμα, σχεδόν μέτρο ανά μέτρο. Η βροχή κατέστρεψε του έλληνες, η επαγρύπνηση τους είχε κάπως ατονήσει. Οι Αλπινιστές μας κατάφεραν να ανέβουν απ’ το υψόμετρο 1531 σ’ αυτό 1615 χωρίς να ακουστεί. Βρέθηκαν ξαφνικά μπροστά στις γραμμές των ελλήνων, πετώντας χειροβομβίδες και πυροβολώντας από κάθε κατεύθυνση. Ρίχνονταν πάνω στον εχθρό φωνάζοντας, για να φαίνονταν όσο πιο φρικτοί. Είχε προκύψει μεγάλη αναστάτωση και αμέσως είχαν αρχίσει να βρυχώνται το πυροβολικό, οι όλμοι, οι βομβαρδισμοί. Οι Ιταλοί και οι Έλληνες κυνήγησαν επί ώρες ο ένας τον άλλο, από βράχο σε βράχο, μέσα στο χιόνι, δαρμένοι απ’ τη βροχή. Τώρα είναι στην εξάντληση των δυνάμεων τους, κρυμμένοι στις κρυψώνες τους σα ζώα χωρίς δυνάμεις. Πολλοί νεκροί, δυστυχώς, πολλοί. Έπεσαν τρεις διοικητές τάγματος, ένα θέρισμα που σπάνια συμβαίνει. Εκτός απ’ τους αλπινιστές συμμετείχαν στην επιχείρηση οι γρανατιέρηδες του 3ου Συντάγματος και το πεζικό των «Λύκων» της Τοσκάνης. Έχουν πέσει και πολλοί διοικητές λόχων και πολλοί υφιστάμενοι. Τα σώματα μας έμειναν στο ένα δέκατο, και για τους έλληνες έτσι πρέπει να έχει συμβεί, ίσως χειρότερα, ίσως η προώθηση του εχθρού διακόπηκε. Δεν είμαι σε θέση να κρίνω την κατάσταση του μετώπου, εδώ που είμαι έχω χαθεί στην τρύπα μου στο βουνό. Εκτιμώ όμως ότι η επίθεση που αναπτύσσομε στην Αλβανία βρίσκεται σε μια καμπή…

16 Μαρτίου

…Έχουμε πιάσει έναν αιχμάλωτο. Συνέβη στο λοχαγό Μπιόντι, φυσικά του λοχαγού Μπιόντι, του παλικαράκια. Αλλά δεν του συνέβηκε ούτε απ’ την ανδρεία και ούτε από δεξιότητα. Απλώς τυχαία. Ο Μπιόντι ήταν έξω, σε περιπολία, στην ουδέτερη ζώνη. Χιόνι, κρύο σκυλίσιο, ησυχία. Σε μια στιγμή ακούγεται ένα τιτίβισμα, θόρυβος απ’ τις φτέρνες ενός μουλαριού και τριβή παπουτσιών στο χιόνι. «Ποιος περπατάει εκεί;», μίλησε ο επιλοχίας της περιπόλου. Οι θόρυβοι αμέσως σταμάτησαν. Ενώ το μουλάρι κινήθηκε, χλιμίντρισε με εκείνο το κάπως βραχνό χλιμίντρισμα. Ο Λοχία επανέλαβε την ερώτηση με τρόπο πιο στυγνό και διατακτικό ύφος: «Ποιος κινείται εκεί;»

Απ’ το σκοτάδι προέβαλαν σκιές. Οι στρατιώτες παρέτειναν τα όπλα έτοιμοι να πυροβολήσουν. Ένας μικρόσωμος άντρας, με πρόσωπο φοβισμένο, τα χέρια ψηλά, το καπίστρι του μουλαριού περασμένο στο κλειδί του δεξιού χεριού, παρουσιάστηκε καχύποπτος μπροστά στην περιπολία του Μπιόντι με το ζώο του που τον ακολουθούσε. Μόνο αυτοί οι δύο: ο συνοδός και το μουλάρι. Η στολή του ανδρός ήταν χρώματος του εδάφους, το χρώμα των ελλήνων στρατιωτών. Ένας εχθρός. Παραδόθηκε αμέσως. Ποιος ξέρει που οδηγούσε το μουλάρι, είχε χάσει το δρόμο του, είχε μπερδέψει κατεύθυνση.

Ο φυλακισμένος εγκαταστάθηκε σε μια σκηνή και φυλάγονταν με οπλισμένες σκοπιές. Σήμερα το πρωί ο Συνταγματάρχης, μόλις ενημερώθηκε, θέλησε να τον δει. Η διαδικασία ξεκίνησε με μια πραγματική ανάκριση, με πολλά λόγια. Ο Συνταγματάρχης γνώριζε απ’ τις σελίδες του μητρώου μας ότι εγώ είχα σπουδάσει λογοτεχνία. Με ρώτησε εάν γνώριζα την Ελληνική. «Εκείνη, την αρχαία», του απάντησα. Κατά την άποψη του η σύγχρονη ελληνική δεν διέφερε και πολύ απ’ αυτή του Αριστοτέλη. Έτσι που κλήθηκα ως μεταφραστής. Ξεκινήσαμε με το όνομα, το επώνυμο, το σύνταγμα. Ο φαντάρος ονομάζονταν Δημήτρης Σπύρος, του 39ου Συντάγματος των Ευζώνων. Πρόφερε το όνομα του τμήματος του με περηφάνια, κοιτάζοντας με κατάματα. Εγώ συλλογιόμουν: ναι, είναι απ’ αυτούς που πολεμούν μέχρι θανάτου. Αλλά παραδόθηκε γρήγορα. Εδώ, τέλος – τέλος κανείς δεν επιθυμεί να πεθάνει. Ο Συνταγματάρχης συνέχισε με την ερώτηση: «Ζητήστε σε παρακαλώ απ’ τον κύριο αιχμάλωτο, τι έκανε όταν συνελήφθη, που πήγαινε;» διατύπωσα όσο μπορούσα καλύτερα την ερώτηση στα ελληνικά. Ο κύριος αιχμάλωτος με κοίταξε, άφησε να εννοηθεί ότι είχε καταλάβει την ερώτηση, αλλά δεν απάντησε. Ο Συνταγματάρχης βιάζονταν με άλλες ερωτήσεις: Πόσοι άνθρωποι του 39ου Συντάγματος Ευζώνων έχουν παραταχθεί εναντίον μας, μέχρι που φτάνουν οι γραμμές τους και άλλες ερωτήσεις του είδους αυτού. Ο κύριος αιχμάλωτος συνέχιζε να σιωπά. Φαίνονταν ήρεμος. Φορές –φορές κουνούσε το κεφάλι, σα να ήθελε να ρωτήσει: Μα αυτοί οι Ιταλοί δεν γνωρίζουν ότι οι στρατιώτες δεν μπορούν να πουν τίποτε σε ότι αφορά τις στρατιωτικές πληροφορίες;

Ενώ ο Συνταγματάρχης επέμενε. Είχε τον πρώτο του αιχμάλωτο, τον πρώτο σε όλη της ζωή του. Ήθελε να εκμεταλλευτεί μια τέτοια ευκαιρία. Κάποια στιγμή έκανε αυτή την ερώτηση: «Μα γιατί μας πολεμάτε;» Ήμουν αρκετά συγχυσμένος να τη μεταφράσω. Ζήτησα απ’ το Συνταγματάρχη να επαναλάβει την ερώτηση. Αλήθεια ήθελε να γνώριζε γιατί οι Έλληνες πολεμούν κατά της Ιταλίας; Ήθελε να μάθει αυτό από έναν άνθρωπο που έσερνε το μουλάρι, που τυχαία συνελήφθη μέσα στα βουνά, ο οποίος είχε μπερδέψει το μονοπάτι.

Εγώ έκανα την ερώτηση στην ελληνική. Υπέθετα ότι ο Δημήτρης Σπύρος δεν ήθελε να απαντήσει, και εάν στην περίπτωση που απαντούσε είχε ένα επιχείρημα αναντίρρητο να το πετάξει κατάμουτρα στον Συνταγματάρχη, εφόσον η Ιταλία ήταν αυτή που είχε κατακτήσει την Ελλάδα, και οι Έλληνες προκειμένου να υπερασπιστούν την πατρίδα τους, θα έπρεπε να μας διώξουν. Εγώ θα είχα απαντήσει κατ’ αυτό τον τρόπο.

Ο κύριος αιχμάλωτος, αφού άκουσε την ερώτηση φάνηκε να εκνευρίζεται. Σηκώθηκε στο πόδι, κούνησε τα χέρια του, άρθρωσε λέξεις τις οποίας δεν κατάφερνα να καταλάβω. Ήταν ήσυχος, ήρεμος έως εκείνη τη στιγμή, και τούτη η εξέγερση της ψυχής του συνέπιπτε με αυτό που προέβλεπα: κατ’ εμέ, έλεγε ότι οι εισβολείς ήμασταν εμείς, ότι ο συνταγματάρχης θα μπορούσε να εξοικονομήσει την ερώτηση του.

Στην πραγματικότητα όχι. Ο Δημήτρης Σπύρος άγγιξε το ύφασμα του μπουφάν μου, ακούμπησε το δάκτυλο και προσπάθησε να περιγράψει του χρώμα του, μετά πήρε ανάμεσα στα δάκτυλα του τις δίπλες των παντελονιών του. Τις έδειξε και τόνισε ότι είχαν άλλο χρώμα. Έλεγε τούτο: όταν είσαι σε πόλεμο, οι άνθρωποι είναι φορεμένοι με διαφορετικά χρώματα, είναι εχθροί, σκοπεύουν ο ένας τον άλλο. Αυτός είχε την ελληνική στολή και η κυβέρνηση του είχε δώσει εντολή να πολεμήσει εκείνον που είχε διαφορετική στολή. Η κυβέρνηση, η λέξη αυτή επαναλαμβάνονταν συνεχώς στα λόγια του, η κυβέρνησις, κυβέρνησις, σαν κάτι θείο, γεγονός που ανήκει σε όλους. Η κυβέρνηση υοθ είχε δώσει τα πάντα ότι είχε φορεμένα: τα παπούτσια, και τα άγγιξε, το πουκάμισο, και μας το έδειξε, τα σώβρακα και ξεκούμπωσε δύο κουμπιά απ’ τα παντελόνια του για να βγάλει έξω ένα κομμάτι που το επέδειξε μια άκρη από άσπρο ύφασμα. Φαίνονταν σα να ήθελε να αποδείξει ότι ο άνθρωπος που βρίσκονταν εκεί, μπροστά μας, δεν ήταν ο Δημήτρης Σπύρος, κατά πάσα πιθανότητα ένας βοσκός, ειρηνικός ορεσίβιος, αλλά ο στρατιώτης Δημήτρης Σπύρος, ενδεδυμένος απ’ την κυβέρνηση, ταϊσμένος απ’ την κυβέρνηση, υπό τις εντολές της κυβέρνησης και των στρατηγών της.

Τούτο ήταν όλο. Χρειάζονταν πολύ για να το καταλάβει; Κάθισε ησυχασμένος. Είχε κρατήσει τη σύντομη διάλεξη του για τον πόλεμο, τις αιτίες και τις συνέπειες…

23 Μαρτίου

Βρισκόμαστε στα τέλη Μαρτίου, το χιόνι αρχίζει να φεύγει. Στα λιβάδια της κοιλάδας μας τώρα μεγαλώνει το πράσινο. Μένουν λευκές οι κορυφές των βουνών, η κορυφή του Γκόλικο, σημεία στο Δεμπέλι, την Τρεμπεσίνα όπως έχει γίνει τόσος πόλεμος, βομβαρδίστηκαν τόσο πολύ, σκοτώθηκαν τόσο πολλοί έως και πριν από δέκα μέρες. Το χιόνι είναι ένα σάβανο για τους νεκρούς. Αλλά στις παγωμένες μέρες τα πτώματα ξεγλιστρούν πάνω στο τζάμι του πάγου, κάτω από κλιμακωτά ύψη, σαν τσουβάλια που κάπου χάθηκαν στο δρόμο. Άφηναν συνέχεια το σημείο στο οποίο ξαφνικά είχαν φτάσει το όριο της ζωής και είχαν καρφώσει το τελευταίο βλέμμα πάνω στον κόσμο. Ένα βλέμμα που το φαντάζομαι με αγχώδη, ξαφνιασμένο.

Κατέληγαν και έπεφταν σε μια κοιλάδα πλατιά, βαθιά, στα παγωμένα νερά του Δρύνου. Εκεί συγκεντρώνονταν δεκάδες, ίσως εκατοντάδες, διάστρωση σωμάτων υπό σήψη και χωρίς ζωή. Τα πυροβολικά συνέχιζαν χωρίς δισταγμό να αυλακώνουν τα βουνά, έκαναν τον ουρανό να τρέμει και ξυπνούσαν όλες τις κραυγές από αυχένα σε αυχένα. Πολλές φορές η βολή δεν ήταν ακριβή. Καμιά φορά συνέβαινε ώστε η πιο σύντομη, των κανονιών πήγαινε και κατέληγε στην κοιλάδα των νεκρών. Κτυπούσε πάνω στα σώματα τους, και τους ταρακουνούσαν όλους, τους έκαναν να πετούν στον αέρα σαν ρετάλια. Απ’ την κίνηση του αέρα, τα πτώματα που ήταν στην κορυφή του σωρού, πετάγονταν πάνω, φαίνονταν σα να ήταν ζωντανά, εν κινήσει. Ένα θαύμα μιας περίεργης και μυστηριώδους εικόνας έκανε ώστε να στιγμιαία να κινούνταν κανένα χέρι που κατευθύνονταν πάνω, κανένα πόδι να διασταυρώνονταν, φάνηκαν μάλιστα και δύο σώματα αγκαλιασμένα που ανυψώνονταν στο γαλανό του ουρανού. Μερικού νεκροί έπεφταν και πάλι στο σωρό των άλλων, με λιγότερα μέλη. Κάποιο κατρακυλούσε έως κάτω στο χείμαρρο που κυλούσε ήρεμα στους πρόποδες αυτού του σφαγείου. Δεν έμενε κανένα ανθρώπινο ίχνος, ούτε το κόκκινο του αίματος που, σ’ αυτά τα πετάματα πάνω μετά θανάτου, δεν ανθούσε πια…»

Κοινοποίηση

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Live Stream

Coming Soon