Γράφει ο Βορειοηπειρώτης
Επειδή ο πόλεμος δεν είναι οι εκθέσεις που συντάσσουν οι ειδικοί αξιωματικοί. Είναι κάτι πολύ πιο ανθρώπινο και συναισθηματικό. Και επειδή οι πεσόντες μας, ακόμη και εκείνοι του εχθρού, οι Ιταλοί τότε, δεν είναι απλά νούμερα, αλλά άνθρωποι. Ο πόνος αυτός αποτυπώνεται μέσα από τις αληθινές ιστορίες και αφηγήσεις που ακολουθούν, όπως τις έγραψε συνεργάτης στο χώρο που διεξήχθη ο βασικός όγκος των πολεμικών συγκρούσεων. Εκεί που ακόμη οι συνέπειες στο γεωγραφικό τοπίο από τους βομβαρδισμούς παραμένουν μνημείο πραγματικό. Και εκεί που ο Ελληνισμός προσέφερε την μαρτυρία της διαχρονικότητας του…
Συχωρεμένος πια ο μπάρμπα Θοδωρής στο χωριό Γιωργουτσάτες της Δρόπολης στη Βόρειο Ήπειρο. Άνθρωπος ξύπνιος και ιδιαίτερα μετρημένος. Απόμακρος όμως και σιωπηλός ίσως και λόγω του επαγγέλματος. Βοσκός και μιλούσε με τα δέντρα και τα βράχια. Για τον τάφο στο βουνό, ψηλά, σε υψόμετρο πλέον των 1500 μέτρων, αρκετά πιο πέρα απ’ το Μοναστήρι, δεν γνώριζε απ’ την καθημερινή ψηλάφηση του τοπίου με τα ζώα του. Ήξερε απ’ τη νιότη του.
Παιδί τότε που ο ταγματάρχης έπεσε, Νοέμβρης προς Δεκέμβρη και καθώς οι ελληνικές δυνάμεις προερχόμενες απ’ τα νότια προσπαθούσαν να πάρουν το ύψωμα αυτό στο Πλατυβούνι, πάνω απ’ τη Δρόβιανη και τη Μουζίνα. Είχαν συγκλονιστεί, μαθαίνοντας ότι ο ταγματάρχης Ζώης είχε πέσει ηρωικά επικεφαλής των στρατιωτών του. Οι Ιταλοί είχαν πολύ μεγαλύτερες απώλειες.
Ο μπάρμπα Θοδωρής το θυμούνταν καλά. Πήγαμε λέει. Και κάτι που προφανώς για τις συνθήκες της εποχής προκαλούσε τόσο εντύπωση ίσως όση σήμερα ένα αυτοκίνητο πολυτελείας: Στον καρπό του γυάλιζε το ρολόι. Τον θάψαμε σε πρόχειρο τάφο στη ρίζα μιας φτελιάς. Είναι εκεί επέμενε ήδη απ’ το 1993. Μου το έλεγε συνέχεια καθώς είχε μάθει ότι ερχόμουν σε επαφή με αντιπροσώπους της Ελληνικής Πρεσβείας καθώς τότε εργαζόμουν σε ομογενειακό μέσο ενημέρωσης. Κάνε κάτι –παρακαλούσε– να τον πάρουμε από κει. Τον σκέφτομαι συνέχεια. Σύντομα οι δυνάμεις μου θα με αφήσουν και δεν θα έχει ποιος να οδηγήσει τους ανθρώπους στο σημείο.
Είχα γράψει ένα σημείωμα στην εφημερίδα και είχα μιλήσει για το θέμα. Όντως το 1998 ο τότε Ακόλουθος Αμύνης της ελληνικής πρεσβείας στα Τίρανα, με συνεργάτες του και το μπάρμπα Θοδωρή, ανηφόρησαν στο Πεντάρι και χωρίς ιδιαίτερη αναζήτηση και σύμφωνα με όσα ο ίδιος ισχυρίζονταν, με λίγη εκσκαφή και σε πρόχειρα περιποιημένο τάφο πήραν τα οστά του Ταγματάρχη Ζώη Ζακυνθινού. Στο οστό του χεριού του υπήρχε ακόμη το ρολόι… Εκείνος αναπαύεται σήμερα στο Στρατιωτικό Νεκροταφείου της Αγίας Σκέπης στους Βουλιαράτες σε αξιοπρεπή τάφο. Αναπαυμένος μάλλον και απ’ αυτή την έγνοια πρέπει να έφυγε μετά από λίγα χρόνια και ο μπάρμπα Θοδωρής που πονούσε τόσα πολλά χρόνια (1940-1998) για τον άταφο ταγματάρχη με το ρολόι που χρυσοβολούσε στο Πεντάρι!
Στο Μεζγκοράνι με έναν Κρητικό
Με τον κ. Μιχάλη Τζεκάκη, καθηγητή φιλόλογο, πρώην διευθυντή της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κρήτης, γνωριστήκαμε γύρω στο 2010 ακριβώς ως συνέπεια της συνεχούς υπενθύμισης απ’ τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο να φροντίζουμε τους ανθρώπους που αναζητούσαν τους δικούς τους ήρωες πεσόντες στο Μέτωπο με τους Ιταλούς το 1940-41. Ο κ. Μιχάλης μετά από τόσα πολλά χρόνια, όσα η ηλικία του, 70 χρονών τότε, αναζητούσε τον χαμένο πατέρα του Νικόλαο, κάπου στα μέρη της σημερινής Αλβανίας. Είχε πέσει μαχόμενος στις γραμμές των κρητικών συνταγμάτων όταν η μητέρα του εγκυμονούσε στον Μιχάλη.
Εύκολο διαβάζεται πόσο όμως δύσκολο γίνεται εάν σκύψει κανείς στην ανθρώπινη διάσταση της περίπτωσης που δεν είναι η μόνη. Τί μεγαλείο ψυχής του Έλληνα που στάθηκε άλλη μια φορά συνεπής στο κάλεσμα της Πατρίδας. Τί δύναμη στη χήρα να αντέξει τον πόνο και να μεγαλώσει και σπουδάσει το παιδί της που ορφάνεψε για την Πατρίδα. Τί πιο ανθρώπινο το παιδί να ζει με τη λαχτάρα να τρέξει και να βρει κάτι για τον πατέρα του που έπεσε μην υπολογίζοντας τίποτε ούτε αυτή τη ζωή του σε μέρη ξένα μα και τόσο οικεία για τον Έλληνα…
Ήρθε στο Αργυρόκαστρο απ’ το μακρινό Ηράκλειο, με τη σύζυγο του τη Μαρία ο κ. Μιχάλης Τζεκάκης. Πολύ αργότερα και μετά τη γνωριμία μας αποκάλυψε ότι δεν ήταν ο μόνος δεσμός με την περιοχή. Είχε υπάρξει στα φοιτητικά του χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας μέλος στις ομάδες χριστιανικής και ιεραποστολικής δράσης του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου. Γνωρίζονταν επίσης λόγω του ίδιου συνδέσμου και με τον Μητροπολίτη Αργυροκάστρου Δημήτριο.
Σε μια άλλη του επίσκεψη έφερε μαζί του και τον γιο του Νικόλαο, που έφερε το όνομα του παππού που δεν είχε γνωρίσει ποτέ. Που τον περίμενε όχι στο πατρικό στην Κρήτη, αλλά κάπου σε μια άγνωστη πλαγιά μεταξύ Τρεμπεσίνας και Σεντέλη (Όρος του Προφήτη Ηλία, απέναντι ακριβώς απ’ το Τεπελένι). Τον περίμενε 70 χρόνια και πάλι δεν βρέθηκαν παρά μόνο νοητά και στην προσευχή…
Βρήκαμε με τον κ. Μιχάλη τα ελάχιστα που παρέχει κατάσταση του ΓΕΣ που είχε δημοσιευθεί στο ένθετο της Καθημερινής στις 28 Οκτωβρίου 1996. Η κατάσταση αυτών που έπεσαν (7.948 νεκροί) στον Ελληνο-Ιταλικό Πόλεμο: Νικόλαος Τζεκάκης του Μιχαήλ, Δεκανέας του 4ου Συντάγματος Πεζικού, έπεσε στις 14/02/1941 στο Ύψωμα Πούντα Νορντ (ύψος 1647) βόρεια Όρους Σεντέλι. Δεν είναι άσχετο το σημείο με το θρυλικό Ύψωμα 731. Η Τρεμπεσίνα στο μεγαλύτερο όγκο της βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των ελληνικών δυνάμεων.
Γίνονταν συνεχείς προσπάθειες για ακροβολισμό στο Όρος Σεντέλι ώστε να έθεταν υπό έλεγχο το δυτικό πρανές του και να έκοβαν την επικοινωνία των ιταλικών δυνάμεων με το σημείο στο σύμπλεγμα των λόφων του 731 που ήταν βασικό σημείο αντίστασής τους. Εκτεθειμένα όμως τα σώματα στα συνεχή πλήγματα απ’ το ιταλικό πυροβολικό και τις φονικές πτήσεις των αεροπλάνων. Και επί το πλείστον μέσα σε συνθήκες βαρύτατου χειμώνα με τις παγωνιές και τα χιόνια.
Κάπως έτσι χάθηκε ο πατέρας του Μιχάλη, Νικόλαος. Και εκείνος πήγε να τον βρει. Έστω να βρει κάτι που θα απαλύνει τον πόνο του. Είδε όμως μια τεράστια κοιλάδα που ξεκινάει νότια στο χωριό Μεζγκοράνι και καταλήγει βόρεια στο Ύψωμα 731 κ.α. που δημιουργείται μεταξύ των δύο ορεινών όγκων: της Τρεμπεσίνας και το Προφήτη Ηλία. Έκλαψε με λυγμούς μαζί με την σύζυγο του.
Περπατήσαμε πολύ καθώς δεν ήθελε να φύγει. Μια δύναμη παράξενη του έδινε δύναμη να σκαρφαλώνει και δεν τον άφηνε να αποχωριστεί το τοπίο που είναι όντως επιβλητικό, αλλά και απέραντο για να μπορέσει να ψηλαφήσει κανείς για να βρει κάποιο τάφο. Αποστολή αδύνατη. Εν τούτοις, κατεβαίνοντας παρηγορήθηκε ο ίδιος και η οικογένεια του, καθώς στο Μοναστήρι του Αγίου Νικολάου στα Στενά της Κλεισούρας ο δάσκαλός του στην πίστη, ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος είχε προνοήσει και προετοιμάζει το νεκροταφείο με την ελπίδα ζωντανή ότι εάν όχι ο δεκανέας Νικόλαος Τζεκάκης, ίσως πολλοί άλλοι πεσόντες θα βρεθούν και θα έχουν ενταφιασμό αξιοπρεπή.
Διαβάσαμε εκεί Τρισάγιο για τον πατέρα του και όλους του αξιωματικούς και ππλίτες. Για όσους οι δικοί τους ψάχνουν αλλά και για όσους η Πατρίδα ψάχνει. Απ’ τους βοσκούς που βρήκαμε εκεί ακούσαμε για την ύπαρξη κάποιου σημείου με τάφους πρόχειρους Ελλήνων στρατιωτών του Μετώπου του 1940. Τώρα που πλέον κατόπιν διακυβερνητικών και διακρατικών χειρισμών και συμφωνιών στο χώρο δραστηριοποιούνται ομάδες ειδικών στην αναζήτηση και την εκταφή των Ελλήνων πεσόντων οι ελπίδες ότι ίσως εντοπιστεί και το σημείο με τον τάφο του δεκανέα Τζεκάκη απ’ την Κρήτη είναι πιο μεγάλες. Είθε ο Θεός αναπαύσει την ψυχή του και διευκολύνει το δύσκολο έργο της αναζήτησης και της συλλογής όλων των πεσόντων για την Πατρίδα και την Ελευθερία!
Από το Κονσερβατόριο του Μιλάνου στη Δρόπολη
Πέραν απ’ την προσέγγιση με έναν ρομαντισμό για την ηρωική αντίσταση που ο Ελληνισμός προέβαλε στον ιταλικό φασισμό, η ανάμνηση του πολέμου αυτού προσφέρει και την ευκαιρία μιας βαθύτερης περισυλλογής για τις συνέπειες των εμπόλεμων συγκρούσεων. Την τραγωδία της έλλειψης της ειρήνης. Όταν πλέον είχα αποκτήσει κρίση για τα πράγματα και ώριμη συνείδηση πάνω στα ακούσματα για τον πόλεμο στα μέρη εκείνα που περπατούσα για διάφορες ανάγκες και δουλειές, δυσπρόσιτα ακόμη και για ένα παιδί του χωριού και του βουνού όπως εγώ, μου γεννιόνταν το ερώτημα τι να ζητούσε εδώ ένας νέος απ’ το Μιλάνο και τη Βενετία.
Αργότερα ακόμη έβλεπα ένα λόγο της ήττας τους. Για τα στρατευμένα νιάτα της Ελληνικής υπαίθρου εκείνη την εποχή ο πόλεμος διεξάγονταν στο φυσικό τους περιβάλλον. Ένας αστός νέος απ’ την Ιταλία πώς να τα έβγαζε πέρα σε εκείνα τα βράχια και τα απότομα ανεβάσματα; Κι όταν προσπαθούσα να κάνω αυτή την ανάλυση υπόψη πάντα είχα την τραγική περίπτωση του Άγγελου Μπερτόνι. Ένας Ιταλός που έμεινε στο χωριό μας μετά την συνθηκολόγηση του ιταλικού στρατού. Δεν είναι ο μόνος βέβαια. Είναι, όμως, μια ανθρώπινη ιστορία που θα μπορούσε να γίνει μυθιστόρημα χωρίς υπερβολή. Είναι μια ανθρώπινη ιστορία, αντιπολεμική κραυγή και κάλεσμα ειρήνης.
Ο Άγγελος επιστρατεύτηκε την άνοιξη του 1941 όταν ο Ντούτσε χρειάστηκε περισσότερες δυνάμεις ακόμη στο αλβανικό μέτωπο, διότι η επίθεση στην Ελλάδα δεν του πήγε όπως την είχε σχεδιάσει. Ο Άγγελος Μπερτόνι, μοναχογιός μεσαίας οικογένειας του Μιλάνου, σπούδαζε τότε μουσική στο περίφημο Κονσερβατόριο. Είχε όλα τα χαρίσματα να γίνει ένας καλός τενόρος, όπως του έλεγαν οι καθηγητές του. Όνειρο του να είναι πιο μόνιμα στη Σκάλα, διότι είχε αξιωθεί παρά το νεαρό της ηλικίας να ανέβει κι εκεί.
Τον ρωτούσα γιατί υπάκουσε και έφυγε στρατιώτης, διακόπτοντας τις σπουδές του. Μου το απάντησε πολύ αργότερα: τρεις συμφοιτητές που προσπάθησαν να κρυφτούν απ’ τις υπηρεσίες στρατολογικού, βρέθηκαν απαγχονισμένοι προς παραδειγματισμό, στην αυλή της Σχολής, με συνοπτικές διαδικασίες. Στρατιωτικός νόμος γαρ. Έτσι εκείνος βρέθηκε στη Δρόπολη και στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις των Ιταλών στους Γιωργουτσάτες.
Γλύτωσε απ’ τον πόλεμο αλλά μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας (Σεπτέμβρη 1943) κινδύνευσε απ’ τους Γερμανούς. Θεωρώντας τους Ιταλούς στρατιωτικούς λιποτάκτες οι Γερμανοί τους εκτελούσαν μόλις τους εντόπιζαν χωρίς καν στρατιωτική δίκη. Έτσι γέροντες του χωριού κανόνισαν γρήγορα ένα γάμο με κοπέλα του χωριού για τον Άγγελο Μπερτόνι και τον δήλωσαν παιδί του χωριού στους Γερμανούς κι έτσι σώθηκε της δολοφονικής μανίας τους.
Έμελλε, όμως, να μείνει στο χωριό για πολλές δεκαετίες. Τα παιδιά που γέννησε ενεγράφησαν στο Ληξιαρχείο της Αλβανίας ως υπήκοοι της χώρας. Έτσι όταν του δόθηκε η ευκαιρία να φύγει, δεκαετία 1960-1970, δεν μπορούσε να πάρει μαζί του τις κόρες και ειδικά τον μοναχογιό του τον Γιάννη, Τζοβάνι όπως άρεσε να του φωνάζει ο ίδιος. Τελικά στο Μιλάνο πήγε μετά την πτώση του κομουνισμού το καλοκαίρι του 1991. Μαζί με τα παιδιά και τα εγγόνια του πλέον. Βρήκε το πατρικό που οι αδελφές του, γνωρίζοντας ότι ζούσε, το φύλαγαν στο δικαιούχο γιο της οικογενείας…
Είχαν προηγηθεί περιπέτειες βέβαια στο χωριό μας. Εργάζονταν εργάτης λατομείων όπου έβγαζαν πέτρα, την οποία στη συνέχεια έσπαγαν σε χαλίκι για τη συντήρηση του αυτοκινητόδρομου. Τον είχε συλλάβει η καθεστωτική αστυνομία και φυλακίσει επί οκτώ χρόνια, δύο φορές. Για μικροαφορμές βέβαια: τη μία μάλιστα ήταν το 1968, όταν ήρθε ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό. Είχε εκφράσει την απορία του προς τι οι εορτασμοί αφού ο ίδιος στην Ιταλία είχε ρεύμα ήδη απ’ το 1940 που έφυγε. Και την άλλη κάτι ανάλογο σχετικά με το ψωμί και τα είδη που παρασκευάζονταν ακόμη και προπολεμικά στην χώρα του.
Φυλακές, φτώχεια, απογοήτευση απ’ την απώλεια ελπίδας ότι θα έβλεπε μια μέρα και πάλι το αγαπημένο του Μιλάνο, τον είχαν κάνει μαζί με τη σκληρή δουλειά των λατομείων, εξίσου αγροίκο όπως εμείς. Και δυστυχώς αλκοολικό. Μόνο που δεν ξεχνούσε τις αγαπημένες του άριες. Τις θυμούνταν ειδικά τα καλοκαίρια, τα βράδια. Έλεγε πρώτα κάποιο τραγούδι για τον “αγαπημένο καθοδηγητή Ενβέρ Χότζα”, ώστε να είχε άλλοθι και συνέχιζε μετά με σπουδαία κομμάτια όπερας των μεγάλων του είδους.
Στην ουσία προσέφερε υπηρεσίες εκπολιτισμού στη σκληρή ηπειρωτική ύπαιθρο αλλά που να καταλαβαίναμε τότε… Δεν γνωρίζω εάν κατάφερε να τραγουδήσει κάποια άρια απ’ αυτές που αγαπούσε. Στους Γιωργουτσάτες πάντως ο λάκκος και κάποια απ’ τα σοκάκια που περπάτησε ακόμη αντηχούν απ’ τη δική του βαθιά μελωδική φωνή. Δεν ξαναπέρασε γαρ άλλος τενόρος.
Πηγή:slpress.gr