Ελληνοαλβανικές σχέσεις - επίπονη προσπάθεια

Δημοσιεύθηκε: 16/01/2018 11:02 Τελευταία Ενημέρωση: 16/01/2018 11:02 Από: Tachydromos

ΜΑΡΙΕΤΤΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ*

Με πρωτοβουλία του πρέσβη Αλέξανδρου Μαλλιά και τη συνδρομή του εκδότη Ανδρέα Σιδέρη, κλήθηκα τον Μάρτιο του 2017 να συμβάλω στη συγγραφή ενός βιβλίου για τις ελληνοαλβανικές σχέσεις, μαζί με τους Θεόδωρο Πάγκαλο, Αλέκο Παπαδόπουλο, Ελευθέριο Οικονόμου, Σταύρο Λυγερό, Γιώργο Χατζηθεοφάνους και Αγγελο Συρίγο. Το βιβλίο εκδόθηκε και θα παρουσιαστεί στις 18 Ιανουαρίου το απόγευμα στο Πολεμικό Μουσείο της Αθήνας, ενώ θα ακολουθήσει η παρουσίασή του στα Ιωάννινα στις 12 Φεβρουαρίου και στη Θεσσαλονίκη στις 13 του ιδίου μηνός.

Η σχέση της Ελλάδος και της Αλβανίας διαχρονικά είναι σχέση όλων των ανησυχιών και όλων των αμφιβολιών. Ωστόσο, ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος είναι φυσικό από την ελληνική πλευρά κυρίως, οι ελληνοαλβανικές σχέσεις να υπακούουν σε κανόνες και αρχές που χαρακτηρίζουν την ευρωπαϊκή πολιτική.

Κατά την πρώτη φάση της προσπάθειας της Αλβανίας να λειτουργήσει δημοκρατικό καθεστώς, η Ελλάδα συνέβαλε αποφασιστικά με βοήθεια πάσης φύσεως. Η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη 1990-1993, στήριξε αποφασιστικά την προσπάθεια για τη δημιουργία θεσμών και δομών προκειμένου η χώρα να προσαρμοστεί στα ευρωπαϊκά δεδομένα. Η πολιτική της προσέγγισης της Αλβανίας και η προσπάθεια καλών σχέσεων συνεχίστηκαν και από τις ελληνικές κυβερνήσεις που ακολούθησαν. Το ζήτημα των θρησκευτικών ελευθεριών είχε εξαιρετική σημασία για τη λειτουργία της δημοκρατίας και για τα δικαιώματα της ελληνικής εθνικής μειονότητας. Η εγκατάσταση του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου στα Τίρανα συνέβαλε αποφασιστικά στις δημοκρατικές εξελίξεις αλλά και στην ενίσχυση της αυτοπεποίθησης της μειονότητας.

Οι σχέσεις των δύο πλευρών πέρασαν από πολλές φάσεις, άλλοτε θετικές και άλλοτε αρνητικές. Σημασία είχαν και τα πρόσωπα που διαχειρίζονταν από την πλευρά της Αλβανίας τις διάφορες πολιτικές. Παραδείγματος χάρη, η κυβέρνηση του επικεφαλής του Σοσιαλιστικού Κόμματος και νυν πρωθυπουργού Εντι Ράμα, αποδείχθηκε η πλέον αρνητική για την Ελλάδα και την ελληνική εθνική μειονότητα. Η πολιτική που ασκείται σήμερα από αυτή την κυβέρνηση προφανώς απομακρύνει την Αλβανία από την ευρωπαϊκή προοπτική και θέτει σοβαρά ερωτήματα για τις μελλοντικές ελληνοαλβανικές σχέσεις.

Η ελληνική διπλωματία κατέβαλε ιδιαίτερες προσπάθειες για τη διατήρηση καλού επιπέδου επικοινωνίας με την αλβανική πλευρά, με στόχο τις σχέσεις καλής γειτονίας που θα εξασφάλιζαν και τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας. Η πεποίθηση ότι χρειάζονταν σοβαρές και συνεχείς προσπάθειες για την εξασφάλιση των παραπάνω είχε διαχρονικό χαρακτήρα και υποστηρίχθηκε σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο από το 1990 μέχρι σήμερα, αν και η αλβανική πλευρά πέρασε από πολλές διακυμάνσεις στο επίπεδο της πολιτικής που άγγιζε την ελληνική μειονότητα. Τα τελευταία γεγονότα με την επιλεκτική καταστροφή και δήμευση των περιουσιών Ελλήνων μελών της ελληνικής εθνικής μειονότητας έδειξαν ότι μέσα στην Αλβανία υπάρχει ακόμη σκληρός πυρήνας που αντιδρά στα ανθρώπινα δικαιώματα, μεταξύ των οποίων και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, αφού δύο βασικά ζητήματα παραμένουν ανεπίλυτα: η επιστροφή εκκλησιών και ιδιοκτησίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας και η μη αναγνώριση της εθνικής μειονότητας σε περιοχές που αυτή είναι αρκετά ισχυρή. Το τελευταίο, μάλιστα, συνιστά συνέχιση ανάλογης πολιτικής του κομμουνιστικού καθεστώτος.

Οτι η Αλβανία ακόμη σήμερα δεν πληροί βασικά κριτήρια για την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση, όπως σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διαφθοράς κ.λπ., είναι αντιληπτό από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, τα οποία υπενθυμίζουν με τις εκθέσεις και τις αναφορές τους τις αποκλίσεις από τα δημοκρατικά ειωθότα. Η στρατηγική σημασία της ευρωπαϊκής προοπτικής των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων για την ειρήνη, την ασφάλεια και τη σταθερότητα είναι κατανοητή από τα ευρωπαϊκά όργανα. Αυτό που πρέπει να γίνει από ευρωπαϊκής πλευράς είναι να δοθούν σαφή και ρεαλιστικά μηνύματα στις χώρες που προσδοκούν σε ένταξη –στην προκειμένη περίπτωση στην Αλβανία– ώστε να μη δημιουργούνται επίπλαστες προσδοκίες που η πραγματικότητα εν συνεχεία θα διαψεύσει. Η πορεία προς την Ευρώπη είναι μια μακροχρόνια προσπάθεια που στο τέλος μπορεί να αποφέρει πολλά ποιοτικά και ποσοτικά οφέλη. Τη μεγάλη ευθύνη όμως φέρουν αποκλειστικά τα ίδια τα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων. Ο πλήρης σεβασμός των κριτηρίων της Κοπεγχάγης, η εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου, ο σεβασμός των μειονοτήτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, η αντιμετώπιση των φαινομένων διαφθοράς αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για τη συνέχιση της ενταξιακής πορείας προς την Ευρωπαϊκή Ενωση.

Η διατήρηση ανεπίλυτων προβλημάτων τα οποία μάλιστα εξαρτώνται αποκλειστικά από την αλβανική πολιτική τάξη, στην ουσία εμποδίζει το ευρωπαϊκό μέλλον της χώρας αυτής. Η μετάθεση της επίλυσης των προβλημάτων στο μέλλον είναι στρατηγική που διαχρονικά έχει αποτύχει. Κάθε υποψήφια χώρα οφείλει να συνεργαστεί και να δείξει πνεύμα καλής θέλησης, αποδεικνύοντας ότι είναι έτοιμη για την υπέρβαση που αποτελεί η συμμετοχή τους στην ευρωπαϊκή οικογένεια.

H ελληνική στάση σε κάθε περίπτωση οφείλει να συνδυάζει δύο πτυχές. Πρώτον, εκείνη της απόλυτης προσήλωσης στους κανόνες που συνιστούν την ευρωπαϊκή δημοκρατία και πρέπει να τύχουν εφαρμογής στη γείτονα χώρα και δεύτερον, της συνεχούς προσπάθειας για τη διατήρηση όσο το δυνατόν καλύτερων σχέσεων με την Αλβανία σε όλα τα επίπεδα κοινωνικά και πολιτικά. Η τυχόν εγκατάλειψη της γραμμής αυτής θα αποβεί εις βάρος του ελληνισμού στην Αλβανία και θα φθείρει τις ελληνοαλβανικές σχέσεις.

  • Η κ. Μαριέττα Γιαννάκου διετέλεσε υπουργός Παιδείας.

πηγη: kathimerini.gr

Κοινοποίηση

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Live Stream

Coming Soon