Για την πολιτιστική κληρονομιά: ένας ακόμη άδικος νόμος

Δημοσιεύθηκε: 05/03/2018 16:40 Τελευταία Ενημέρωση: 07/03/2018 19:44 Από: Tachydromos

Πρόκειται για ακόμη ένα πεδίο ειδικού ενδιαφέροντος και μείζονος σημασίας που αφορά τόσο στην ΕΕΜ όσο κυρίως στην Ορθόδοξη Εκκλησία της οποίας κατά τη συντριπτική πλειοψηφία αποτελεί κομμάτι της η κοινότητα των εδώ ελλήνων. Έστω και αμιγώς στα κεκτημένα δικαιώματα αυτοδιαχείρισης της Εκκλησίας να γίνει αναφορά το θέμα έχει πολύ σπουδαία σημασία.

Ο λόγος είναι για το Νομοσχέδιο που το Υπουργείο Πολιτισμού της Δημοκρατίας της Αλβανίας προωθεί (ήδη πέρασε και με τη συγκατάθεση της αντιπολίτευσης απ’ την Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής) και που περιέχει αρκετές προβλέψεις οι οποίες αντιβαίνουν το πνεύμα της ελευθερίας διαχείρισης πολιτιστικής κληρονομιάς και άλλους κείμενους νόμους και πράξεις του κράτους της Αλβανίας. Κυρίως αποτελεί ένα νομικό τερτίπι παγίδα που δύναται δημιουργήσει αρκετές παρενέργειες και χρήζει τουλάχιστον άμεσης καταγγελίας.

Προφανώς όπως και άλλα σχετικά το βάρος της καταγγελίας από άποψης παράβασης ευρωπαϊκών προδιαγραφών στο σεβασμό των μειονοτήτων, του δικαιώματος αυτόνομης διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς και κυρίως το δικαίωμα κυριαρχικής ιδιοκτησίας από πλευράς των θρησκευτικών κοινοτήτων, εν προκειμένω της Ορθοδόξου Εκκλησίας, θα φέρει ο Πρόεδρος της Ένωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΚΕΑΔ) κ. Βαγγέλης Ντούλες, αλλά έστω και για λόγους ιστορικούς είναι ένα θέμα που αξίζει.

Το Νομοσχέδιο είχε καταρτιστεί ήδη προ των εκλογών του περασμένου Ιουνίου αλλά χωρίς προηγούμενη επαρκή συζήτηση με τις ενδιαφερόμενες πλευράς και ειδικά την απαιτούμενη επιστημονική συζήτηση και επιχειρηματολογία, παίρνει το δρόμο της ολοκλήρωση με εσπευσμένες, αγνώστων λόγων γιατί, διαδικασίες στην ολομέλεια της Βουλής.

Ως έχει το Νομοσχέδιο κάνει λόγο αρχής εξ αρχής ορίζοντας την πολιτιστική κληρονομιά και τα πολιτιστικά μνημεία με τρόπο ισοπεδωτικό. Δεν προβλέπει ειδικές κατηγορίες και εδώ το λόγο έχουμε για τον ιερό χαρακτήρα ναών και μονών. Επί το πλείστον οι ιερές εικόνες είναι όχι απλά ζωγραφικοί πίνακες αλλά κομμάτι συνδεδεμένο με την Ορθόδοξη λατρεία και εξ άλλου απ’ αυτή τη βάση και γι αυτό το λόγο δημιουργήθηκαν και κληρονομήθηκαν. Το νομοσχέδιο εθελοτυφλεί έναντι αυτής της ιστορικά αποδεκτής θέσης και δεν δημιουργεί έννοια συγκεκριμένης κατηγορίας κτισμάτων και του εσωτερικού τους εξοπλισμού όπως ξυλόγλυπτα, ιερές εικόνες, ειδικά σκεύη για λείψανα κ.α.

Προφανώς η Ορθόδοξη Κοινότητα δημιούργησε το βασικό όγκο της αποκαλούμενης πολιτιστικής κληρονομιάς στην Αλβανία και προς τούτο υφίσταται εμπεδωμένη συνείδηση παρά την μη παραδοχή και δημόσια ομολογία. Η πολιτεία όμως οφείλει και από το Σύνταγμα αλλά κυρίως απ’ τη νομοθεσία δια της οποίας ρυθμίζει τη σχέση της με την Εκκλησία να λαμβάνει μέριμνα για απόλυτο σεβασμό στο γεγονός αυτό και κυρίως για την αναγνώριση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας που απορρέουν για την Εκκλησίας, τους θεσμούς και τους φορείς της. Έναντι αυτή της υποχρέωσης η οποία δεν έχει απλά πολιτική χρεία αλλά κυρίως νομική ουσία και περιεχόμενο το υπό συζήτηση Νομοσχέδιο είναι εκτεθειμένο και αίολο.

Την ώρα που αναμένονταν γενναία βήματα ώστε οριστικά να κλείσει το κεφάλαιο της απόδοσης στην Ορθόδοξη Εκκλησία τόσο μοναστικών συγκροτημάτων, ναών και κινητών αντικειμένων που αυθαιρέτως κρατούνται απ’ το κράτος μετά την κομουνιστική βίαια κατάσχεση, αντικειμένων, το Νομοσχέδιο τείνει να νομιμοποιήσει την αδικία και αυθαιρεσία. Τα κίνητρα είναι προφανώς ύποπτα δεδομένου ότι η μέχρι σήμερα πείρα αποδεικνύει επαρκώς τόσο τις παρενέργειες που δημιουργεί η παραβατική κατάσταση όσο και την ανεπάρκεια της πολιτείας έναντι της ανάγκης συντήρησης, αναστήλωσης και προβολής του όλου πνευματικού και πολιτιστικού πλούτου της ιστορικής των Ορθοδόξων και Ελλήνων κληρονομιά.

Με απόλυτο συναίσθημα εξ άλλου της κατάστασης ο πρώην Πρωθυπουργός και επιστήμονας του χώρου, Δρ. Αλέξανδρος Μέξης δήλωνε ότι χωρίς άλλες δικαιολογίες, αναβολές και χρονοτριβές όλα τα μνημεία και μαζί τα κειμήλια πρέπει να αποδοθούν στην Εκκλησία. Η επιχειρηματολογία του εγγίζει την ουσία του θέματος: όλα αυτά δημιουργήθηκαν απ’ την Ορθόδοξη κοινότητα άρα και σε αυτή ανήκουν. Επί το πλείστον ο σκοπός για τον οποίο δημιουργήθηκαν αυτός της κάλυψης αναγκών λατρείας κατά τον τύπο που το εθιμικό της ορίζει δύναται εκπληρωθεί μόνο και αποκλειστικά απ’ αυτή. Αλλά και την απαραίτητη ευαισθησία ένεκεν συναισθήματος για την διατήρηση και συντήρηση τους μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία δύναται δημιουργήσει καθότι αυτή μπορεί με τις κοινότητες των πιστών και τακτικά να τα επισκέπτεται αλλά και να περιθάλπει όπως ανά τους αιώνες έχει πράξει. Το υπό συζήτηση νομοσχέδιο φαίνεται με ιδιαίτερα έντονη υστεροβουλία και ιδιοτέλεια παραβλέπει τόσο παραμέτρους όπου οι προβλέψεις τους αντίκεινται σε άλλους νόμους και πρακτικές αλλά και τις ανωμαλίες που επιφέρει και προσβλέπει απλά σε κατοχύρωση του για την διαδικασία διαφόρων δημοπρασιών για εργολαβίες συντήρησης, που αποφέρουν άμεσα οφέλη.

Το υπό συζήτηση Νομοσχέδιο επίσης λειτουργώντας ισοπεδωτικά δεν διασφαλίζει από τυχόν απαλλοτριώσεις ή χρήσεις που αντίκεινται στο χαρακτήρα του ιερού χώρου, κτίσματος ή αντικειμένου τα Ορθόδοξα μοναστήρια, ναούς και εξωκκλήσια.

Υπάρχει προφανώς ακόμη περιθώριο αντιδράσεων ώστε να γίνουν επί του συγκεκριμένου οι απαραίτητες εκείνες τροποποιήσεις που θα επιφέρουν την ισορροπία που θα σέβεται την αρχή της αυτονομίας στη διαχείριση της περιουσίας είτε αυτή είναι πνευματική είτε είναι αντικειμενική της κοινότητας μας, την πρακτική που ισχύει στην Ευρώπη αλλά και θα κατοχυρώνει την αξιοποίηση της με σεβασμό στο λατρευτικό χαρακτήρα για την αειφόρο ανάπτυξη και αξιοποίηση.

Αλλιώς ο Νόμος πρέπει να καταγγελθεί ως αρπακτικός και ακόμη νομιμοποίηση της διαχρονικής λεηλασίας και αφαίμαξης του πλούτου που μας ανήκει ιστορικά.

Κοινοποίηση

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Live Stream

Coming Soon