Επικαιροποίηση στην ατζέντα των δικαιωμάτων της ΕΕΜ

Δημοσιεύθηκε: 15/02/2019 16:09 Τελευταία Ενημέρωση: 24/02/2019 16:50 Από: Tachydromos

Η προ ημερών συνέντευξη του Προέδρου του ΚΕΑΔ κ. Βαγγέλη Ντούλε σε τηλεοπτικό κανάλι στα Τίρανα, έχοντας αφιερώσει μεγάλο μέρος των τοποθετήσεων του σε ότι αφορά στα δικαιώματα που δεν εφαρμόζονται και παραβιάζονται, της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας, ήρθε στην ουσία να μας υπενθυμίσει κάτι βασικό που ισχύει στο πεδίο των μειονοτικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Τον κίνδυνο δηλαδή να εξοικειωθεί κανείς με την κατάσταση. Και η ΕΕΜ παρά τους αγώνες της ΟΜΟΝΟΙΑΣ, λόγω της γενικότερης κατάστασης που διερχόμαστε και κυρίως της εκ των έσω διαβρώσεως του ίδιου του σώματος της ΕΕΜ μέσω της κομματικής αλλοίωσης και εκλογικής διείσδυσης των μεγάλων πολιτικών δυνάμεων, μπορεί να υποπέσει σε τέτοιες θέσεις εγκατάλειψης του αγώνα για διεύρυνση και πρακτική εφαρμογή των κατοχυρωμένων ιστορικά και δια των διεθνών συμβάσεων και πρακτικών δικαιωμάτων της.

Στο σημείωμα τούτο χωρίς να εξαντλείται το θέμα και αποφεύγοντας πολλές λεπτομέρειες θα γίνει μια αναφορά στον κορμό των «ανοικτών» υποθέσεων της ΕΕΜ με την Αλβανική πολιτεία δεδομένου τόσο των πολιτικών εξελίξεων στη χώρα, γενικότερης επαναφοράς του θέματος καθώς το Συμβούλιο της Ευρώπης αναμένει την απάντηση – εκτίμηση των αρμοδίων φορέων της Δημοκρατίας της Αλβανίας σε πρόσφατη έκθεση της Επιτροπής Επίβλεψης της Εφαρμογής της Σύμβασης Πλαίσιο αλλά επίσης και των εξελίξεων στις ελληνοαλβανικές συνομιλίες. Εξ άλλου για το καθένα σχεδόν απ’ τα θέματα που περιγράφουμε η ΟΜΟΝΟΙΑ έχει τις ανάλογες ομάδες και επιτροπές παρακολούθησης και δύναται με λεπτομερή τεκμηρίωση να τα μετατρέψει σε επί μέρους εκθέσεις ιδιαίτερα χρήσιμες για τα μέλη και τα στελέχη της στην στόχευση για δημιουργία κοινής συνείδησης και ατζέντας.

Η γενικότερη κατάσταση που διέρχεται η ΕΕΜ χαρακτηρίζεται από έντονη ανησυχία και είναι βεβαρυμμένη σε επίπεδο ψυχολογίας της κοινότητας απ’ την εν ψυχρώ δολοφονία ενός μέλους της, του Κωνσταντίνου Κατσίφα, από τις αστυνομικές δυνάμεις, σε συνθήκες που μπορούσε να αποφευχθεί η δολοφονία. Αυτό θύμισε πρακτικές άλλων ανελεύθερων εποχών ή καθεστώτων και φέρνει στην επιφάνεια το ενδεχόμενο οι δυνάμεις καταστολής και ασφάλειας της Αλβανίας να χαρακτηρίζονται ή επηρεάζονται απ’ τον απροκάλυπτο ανθελληνισμό που χαρακτηρίζει συμπεριφορές πολιτικών ή θέσεις μέσων ενημέρωσης. Η ανησυχία γίνεται εντονότερη καθώς σχεδόν τέσσερεις μήνες απ’ την ημέρα της εκτέλεσης δεν έχει εκδοθεί επίσημο πόρισμα των αρμοδίων αρχών που δίνει την εκδοχή για τι συνέβη εκείνη την ημέρα στους Βουλιαράτες και πως οδηγήθηκαν οι αστυνομικές δυνάμεις στην αποτρόπαια αυτή πράξη. Το βασικό δικαίωμα αυτό δηλαδή στη ζωή εμπράκτως έχει παραβιαστεί για την ΕΕΜ.

Η πολιτεία ωστόσο συνεχίζει να προκαλεί καθώς δεκάδες μέλη της ΕΕΜ, μεταξύ αυτών και έχοντας δημόσιες θέσεις στους Δήμους και κοινότητες, καλούνται προς ανάκριση μακριά απ’ τη γενέτειρα και χωρίς τη συμπαράσταση συνηγόρου, με στόχο τη δημιουργία αίσθησης ενόχου και μάλιστα κοινοτικής ενοχής, πράγμα ανεπίτρεπτο τόσο για τις μειονότητες όσο και για την κοινωνία ολόκληρη στη νομική κουλτούρα της Ευρώπης.

Σε ότι αφορά στο διαβόητο «Περί Προστασίας των Μειονοτήτων» Νόμο της πολιτείας προκαλεί αίσθηση το γεγονός ότι ενώ έχουν παρέλθει απ’ την ψήφιση του σχεδόν δεκατέσσερις μήνες δεν έχει ακολουθήσει καμιά τροποποίηση άλλων συναφών νόμων που επηρεάζονται και ούτε έχουν κινηθεί διαδικασίες για εφαρμοστηκές πράξεις από πλευράς υπουργείων ή άλλων φορέων. Παραμένει ο Νόμος απλά ως έκφραση των προθέσεων και προπαγανδιστικό τερτίπι στις επαφές με τον διεθνή παράγοντα. Δεδομένης της ακινησίας και αδράνειας αυτής περιττό να αναφερθεί ότι δεν εξελίσσεται και καμιά διεργασία με τους ίδιους τους εκπροσώπους της ΕΕΜ, που έτσι κι αλλιώς και όταν υπήρξαν χαρακτηρίζονται από ανειλικρίνεια και έλλειψη βούλησης για πρόοδο.

Επί της ουσίας δε ο Νόμος δεν δίνει απάντηση στην βασική αξίωση της ΕΕΜ αλλά και άλλων μειονοτικών ομάδων στη χώρα σε ότι αφορά στην κατοχύρωση τρόπου με τον οποίο με βάση την ελεύθερη βούληση και το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού κάποιος πολίτης συμπεριλαμβάνεται σε αυτή. Τούτο δεν αποτελεί απλά την ουσία των δικαιωμάτων των ατόμων που ανήκουν στην ΕΕΜ αλλά και απαίτηση απ’ το Συμβούλιο της Ευρώπης ώστε να λάβει καθαρή νομική κατοχύρωση και ξεκαθαρισμένο μηχανισμό εφαρμογής.

Το θέμα ειδικά συνδέεται και με την αναμενόμενη διαδικασία Γενικής Απογραφής Πληθυσμού 2020, όπου αντί να αποτελέσει αφορμή ώστε να υπάρξει πρόοδος στην οριστική αποσαφήνιση της δημογραφίας και γεωγραφίας των μειονοτήτων, που θα προσδιορίσει στη συνέχεια την εφαρμογή του προαναφερόμενου Νόμου, απεναντίας με βάση τις μέχρι τώρα εξελίξεις παραμένει στο ίδιο νομικό καθεστώς και λογικές που έγινε η προηγούμενη όπου του αυτοπροσδιορισμού του πολίτη υπερισχύουν τα χαλκευμένα κομουνιστικά ληξιαρχεία.

Στο δικαίωμα στην ακίνητη περιουσία υφίστανται ειδικές διακρίσεις που αφορούν στα άτομα και τις κοινότητες των Ελλήνων και που αποτελούν άρνηση αυτού του βασικού δικαιώματος. Συγκεκριμένα συν των ασαφειών σε ότι αφορά στους τίτλους γεωργικής γης σε όλο σχεδόν το χώρο όπου ιστορικά και σε σημαντικούς αριθμούς ζει η ΕΕΜ, παρατηρούνται τα φαινόμενα καταπιεστικής συμπεριφοράς διακρίσεων στα Γραφεία των Υποθηκοφυλακείων. Δεν είναι μόνο ζήτημα κακιάς οργάνωσης και λειτουργίας τους, που επικαλούνται οι κρατικές αρχές. Υφίστανται τεχνητές δυσκολίες ειδικά για τα μέλη της ΕΕΜ στο να τακτοποιηθούν οι τίτλοι τους, ώστε να τους αποκαρδιώνουν και εγκαταλείπουν την προσπάθεια. Επί το πλείστον δε η νομοθεσία δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα των κοινοτήτων των Ελλήνων να εφαρμόζουν ιστορική παράδοση και πρακτική τους στην κατοχή γαιών και άλλων περιουσιακών στοιχείων. Η εκκλησιαστική και μοναστηριακή περιουσία παραμένει ακόμη δημευμένη και σε περιπτώσεις που έχει σημαντική αξία, ειδικά για τουριστική αξιοποίηση καταπατείται. Με αποδεικτικά έγγραφα πλαστογραφημένα χιλιάδες στρεμμάτων σε δεκάδες περιπτώσεις έχουν αποδοθεί σε ξένους φιλόδοξους ιδιοκτήτες που καμιά σχέση δεν έχουν με τις κοινότητες και τις περιοχές. Στην περίπτωση της Χιμάρας ο μεγαλύτερος καταπατητής είναι η ίδια η πολιτεία που επαναδήμευσε την περιουσία ή παρέχει προστασία και διευκολύνσεις σε σκοτεινά συμφέροντα που τη λυμαίνονται.

Η οικονομική διαδικασία στις περιοχές που ιστορικά και σε σημαντική αριθμητική παρουσία ζει η ΕΕΜ παραμένει ισχνή. Ειδικά οι δημόσιες επενδύσεις ή επιχορηγήσεις δεν ακολουθούν τις πρέπουσες λογικές για την ενθάρρυνση των μελών της ΕΕΜ και των νέων οικογενειών συμβάλλοντας ουσιαστικά στην δημογραφική αποψίλωση. Τα κονδύλια για τους δήμους ή άλλους φορείς στις περιοχές αυτές έρχονται περιορισμένα, ειδικά τα τελευταία χρόνια και με αναφορά μάλιστα στην Απογραφή 2011, παρόλο που οι ευρωπαϊκοί θεσμοί έχουν καλέσει την Αλβανική κυβέρνηση να μη τα λάβει υπόψη στην εφαρμογή πολιτικών για την ΕΕΜ. Κανένα ουσιαστικό έργο υποδομής δεν εξελίχθηκε και ειδικά σε ότι αφορά στα έργα υποδομών οδοποιίας φέρνει σαν συνέπεια περιοχές με μεγάλες και ιστορικές κοινότητες Ελλήνων να αδειάζουν μη διαθέτοντας δυνατότητα πρόσβασης των κατοίκων.

Σε ότι αφορά στο δικαίωμα ελεύθερης και απρόσκοπτης άσκησης των θρησκευτικών ελευθεριών υφίστανται παραβιάσεις και διακρίσεις που ουκ ολίγες φορές επηρεάζουν το ίδιο το δικαίωμα πίστης και λατρείας. Ιεράς κειμήλια, Εικόνων και Λειψάνων συμπεριλαμβανομένων, αρχείων και άλλα που είχαν δημευθεί από κοινότητες και ενορίες της ΕΕΜ παραμένουν στα χέρια του κράτους παρά την επιμονή που στηρίζεται στο νόμο και στη λογική, της Εκκλησίας για την απόδοση τους. Πέραν της άλλης φύσης περιουσίας των ενοριών και ειδικά μοναστηριών και ακόμη ειδικότερα που να αφορά στην αγροτική γης, δεν έχουν αποδοθεί ακόμη και κτίσματα λατρείας. Οι περιπτώσεις με τις εκκλησίες στην Πρεμετή, τη Τζάρα, το Λιμπόχοβο, το Ντραγκότ δεν είναι παραβίαση μόνο περιουσιακού δικαιώματος. Είναι στέρηση ελεύθερης πρόσβασης και λατρείας σε ιερούς τόπους και για τα μέλη της ΕΕΜ. Μοναστήρια και ναοί που έχουν χαρακτηριστεί μονομερώς απ’ την πολιτεία, χωρίς ενδελεχή συνεργασία με την Εκκλησία, δεν αποδίδονται και οι αρμόδιοι φορείς δεν εξηγούν επαρκώς τους λόγους και τις προθέσεις παρακράτησης. Το δικαίωμα στην αυτόνομη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς κατά συνέπεια αφαιρείται στην πράξη για τα μέλη και τις κοινότητες της ΕΕΜ. Επί το πλείστον στοιχεία όπως ιερές εικόνες και ξυλόγλυπτα εικονοστάσια που εκλάπησαν απ’ τους ναούς της ΕΕΜ τα τελευταία χρόνια και παρόλο που ορισμένα εξ αυτών έχουν κατασχεθεί απ’ την αστυνομία μαζί με τη σύλληψη δραστών δεν επιστρέφονται στα χωριά.

Στο πεδίο της τοπικής αυτοδιοίκησης και της αυτονομίας της τα πράγματα είναι λίγο – πολύ γνωστά και στην ουσία δεν προσφέρουν σχεδόν τίποτε έστω στη μερική εφαρμογή του δικαιώματος σχετικής αυτόνομης διαχείρισης της ΕΕΜ. Η πολυδιαφισμένη μεταρρύθμιση με τη συνένωση των επαρχιών και άλλα συναφή κατέληξε να είναι πολύ χειρότερη σε ότι αφορά στην ΕΕΜ. Επιπλέον το νομικό καθεστώς δεν περιέχει καμιά πρόβλεψη στην υλοποίηση ιστορικού δικαιώματος και παράδοσης οργάνωσης της ΕΕΜ δια των κοινοτήτων της και της παροχής νομικών δικαιωμάτων σ’ αυτές. Η διαδικασία εδαφικής διοικητικής αναδιοργάνωσης της Αλβανίας, προ τετραετίας σχεδόν το μόνο που προσέθεσε ήταν αρνητικό και αφορά στο γνωστό θέμα με τη Χιμάρα όπου με στόχους καταπίεσης των πολιτών της, της προσαρτίστηκαν περιοχές που αλλοιώνουν το χαρακτήρα της. Παρόμοια είναι και η περίπτωση του Μουρσί – Τζάρας νοτιότερα. Η πολιτεία δεν επιδεικνύει κανένα ενδιαφέρον και παρά τις περί του αντιθέτου υποδείξεις ξένων θεσμών και απαίτησης της ΕΕΜ για τον τρόπο πως πληθυσμοί ελληνικής καταγωγής θα εκφράζονται στα τοπικά όργανα λήψης των αποφάσεων εκεί που αριθμός των κοινοτήτων των μελών της ΕΕΜ είναι μικρός ή περιορισμένος. Χωριά ακόμη και σε περιοχές που η πολιτεία της χαρακτηρίζει «μειονοτικές ζώνες» φέρουν ονόματα ξενικά ως προς την τοπική παράδοση και την ελληνική γλώσσα, όπως αυτά είχαν αποδοθεί επί κομουνισμού (Ντρίτας, Βούργκου ι Ρι, Μπλερίμας, Ντρίτα κ.α.) παρόλο που έχουν περάσει τρεις δεκαετίες απ’ την πτώση του ολοκληρωτικού καθεστώτος.

Τα δικαιώματα που αφορούν στην εκπαίδευση στη μητρική Ελληνική γλώσσα ή εκμάθηση της γλώσσας σε περιοχές που μικρότερη συγκέντρωση μελών της ΕΕΜ και μαζί μ’ αυτό εκείνο της κατοχυρωμένης δημόσιας χρήσης της Ελληνικής, είναι απ’ τα πλέον ουσιώδη και θέλουν λεπτομερή ανάλυση για την κατάσταση που διέρχονται. Παρόλα αυτά και για να υπάρχει έστω η ενδεικτική αναφορά ας σημειωθεί πρώτα – πρώτα το ζήτημα του περιεχομένου των σχολικών εγχειριδίων. Αυτά απ’ τη μια προσβάλουν τα παιδικά των οικογενειών των μελών της ΕΕΜ και στις περιπτώσεις έστω που δεν τα διδάσκονται τα ανιστόρητα μαθήματα Ιστορίας και Γεωγραφίας, εφόσον εξάπτουν μαθητές της αλβανικής πλειοψηφίας δημιουργούν δυσμενείς συνέπειες και περιορίζουν το φάσμα ελευθερίας για τα πρώτα.

Επηρεάζοντας αρνητικά το κλίμα στις σχέσεις των κοινωνιών της Αλβανίας εφόσον τους εμπεδώνουν αντιλήψεις εδαφικών αδικιών που έγιναν απ’ την Ελλάδα, προφανώς δημιουργούν και αρνητικά στερεότυπα συμπεριφοράς και αντιμετώπισης της ΕΕΜ της ίδιας. Η αδιαφορία για τα σχολικά κτίρια, τις υποδομές και τα διδακτικά μέσα υστερούν όχι απλά απ’ τις προδιαγραφές του σύγχρονου ευρωπαϊκού σχολείου αλλά και απ’ το μέσο της ίδιας της Αλβανίας. Δεν υπάρχει καμιά πρόοδος για δημόσια παιδεία στην ελληνική ή έστω εκμάθηση της Ελληνικής σε περιοχές, χωριά ή έστω πόλεις που δεν συμπεριλαμβάνονται στις αποκαλούμενες απ’ την πολιτεία «μειονοτικές ζώνες» παρόλο που το δικαίωμα αυτό στη γλώσσα και τον πολιτισμό είναι η ουσία της διατήρησης της παράδοσης και του πολιτισμού των μειονοτήτων και εφαρμόζεται προσωπικά με βάση τις αρχές και το πνεύμα των διεθνών συμβάσεων.

Η κατάσταση με πινακίδες οδικής σήμανσης αποτελούν την καλύτερη απόδειξη του γλωσσικού ρατσισμού και αφήνουν έκθετη την αλβανική πολιτεία σε ότι αφορά τον περιορισμό και έλεγχο των εθνικιστών και των αντιλήψεων τους για την ΕΕΜ. Μόνο εάν η πολιτεία επιδείξει μεγαλύτερη ως οφείλει εξ άλλου προσοχή και εφαρμόσει ενδελεχώς αυτό το δικαίωμα σε όλα τα περιθώρια που επιβάλλεται θα δημιουργηθεί το κατάλληλο κλίμα ώστε να περιοριστούν οι επιθέσεις εις βάρος των μελών της ΕΕΜ για τη δημόσια από πλευράς τους χρήση της γλώσσας.

Κοινοποίηση

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Live Stream

Coming Soon