Το Ελβασάν – σε εντυπώσεις του Βικτώρ Μπεράρ

Δημοσιεύθηκε: 02/10/2020 15:44 Τελευταία Ενημέρωση: 05/10/2020 16:07 Από: Tachydromos

Απ’ τις εκδόσεις «Τροχαλία» το 1987 κυκλοφόρησε σε πρώτη έκδοση σε μετάφραση του Μ. Λυκούρη και με σχόλια του Θ. Πυλανού, το βιβλίο του Γάλλου ελληνιστή, Βίκτωρ Μπεράρ, «Τουρκία και Ελληνισμός». Ο συγγραφέας που είχε γεννηθεί το 1864 κατά την περίοδο 1887-1890 μαθήτευσε στην Ecole Française d’ Athenes. Το 1890 περιοδεύει στα οθωμανοκρατούμενα Βαλκάνια και καρπός του ταξιδιού αυτού είναι το συγκεκριμένο βιβλίο του. Δεν είναι ακριβώς εντυπώσεις ενός ταξιδιού. Είναι πολύ περισσότερο από τόσο. Πρόκειται για την περίοδο που στη Βαλκανική καθώς φαίνονταν καθαρά πλέον ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία καταρρέει αφυπνίζονταν τα εθνολογικά φαινόμενα. Παράλληλα και εντατικοποιούνταν οι δραστηριότητες προπαγάνδων και απεσταλμένων των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων της εποχής.

Ο χώρος της σημερινής Αλβανίας και η Μακεδονία σε όλο το γεωγραφικό της φάσμα ήταν εργαστήρι εθνογέννεσης. Πολλά συνέβησαν την εποχή εκείνη εις βάρος του Ελληνισμού με την έννοια των Ελληνικών κοινοτήτων. Ο Μπεράρ δεν κάνει απλά το χρονικογράφο, πολλές φορές ερμηνεύει και το γιατί οι συγκεκριμένες επιλογές ώστε να συρρικνωθεί ο Ελληνισμός από ένα χώρο φυσιολογικά δικό του… Ακολουθεί πιο κάτω μικρό απόσπασμα από γεγονότα και σκέψεις του συγγραφέα κατά την παραμονή του στο Ελβασάν.

Ο Μπεράρ φιλοξενείται σε αρχοντικό Ορθόδοξης (για τον ίδιο δεν υπάρχει διαφορά απ’ τους Έλληνες, ειδικά την εποχή εκείνη που δεν είχε κατοχυρωθεί και η χρήση κι εκμάθηση της Αλβανικής) κοινότητας στην πόλη αυτή, εντός του Κάστρου. Προηγείται καταπληκτική περιγραφή για το πώς βρήκε τους Χριστιανούς αυτούς μετά το πέρας Θείας Λειτουργίας στον ιστορικό ναό τους της Κοιμήσεως της Θεοτόκου…

Θα συνεχίσουμε να αναρτούμε τέτοια αποσπάσματα όχι ως νοσταλγία για την ιστορία. «…Εδώ όμως η Ελλάδα υπερτερεί απέναντι στο Ρώσο και καλύπτει πολύ μεγαλύτερο χώρο, με όλους του βασιλιάδες της σε μια ανάμεικτη συναδέλφωση, το Γεώργιο, τον Όθωνα, την Όλγα και την Αμαλία: με δύο Τρικούπηδες, χωρίς να λογαριάσουμε εκείνον του ημερολογίου: και με το γενναίο Γιαταγάνα, που έσφαξε τόσους Τούρκους στα 1885, στη μάχη της Κούτρας στα μακεδονικά σύνορα.

Η χριστιανική κοινότητα του Ελβασάν είναι το προκεχωρημένο φυλάκιο του ελληνισμού, εδώ στα βόρεια. Όλοι αυτοί οι Αλβανοί καταλαβαίνουν και όλοι τους σχεδόν μιλούν τα ελληνικά. Έχουν ελληνικό σχολείο για τα αγόρια τους και ελληνικό σχολείο για τα κορίτσια τους. Θεωρούν τους εαυτούς τους Έλληνες. Η ελληνικότητα τους όμως αυτή δεν έχει επαναστατικό χαρακτήρα. Οι επιθυμίες τους στην πολιτική δεν πηγαίνουν πιο πέρα απ’ το ξαλάφρωμα των φόρων, την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και ανόρθωση της διοίκησης…

Όταν λένε ότι είναι Έλληνες, εννοούν μ’ αυτό ότι δεν θέλουν να συγχέονται με τους Βουλγαρομακεδόνες και τους καθολικούς της άνω Αλβανίας. Ποτέ δεν αναρωτήθηκαν αν θα μπορούσαν ή αν θα ήθελαν να γίνουν κάποια μέρα υπήκοοι του βασιλιά Γεωργίου ή του γιου του: είναι όμως βαθιά αποφασισμένοι να μη γίνουν ποτέ Βούλγαροι, όπως εκείνοι της Ρωμυλίας, ούτε καθολικοί, όπως εκείνοι οι εβραίοι οι Μιρδίτες. Εξάλλου η μακρινή Βουλγαρία δεν τους τρομάζει. Φοβούνται μονάχα τις ιταλικές μηχανορραφίες, που νιώθουν και υποψιάζονται παντού γύρω τους. Ζητούν συγνώμη που στην αρχή ήσαν δύσπιστοι απέναντι μας: μας νόμισαν Γερμανούς και μυστικούς πράκτορες κάποιας ευρωπαϊκής δύναμης. Περνούν και ξαναπερνούν τόσο συχνά από δω Γερμανοί στην υπηρεσία της Βουλγαρίας, της Σερβίας, της Ρουμανίας και της Αυστρίας! Ένας από δαύτους είχε έρθει τον περσινό χρόνο (1889 σ.μ.) κιόλας, με σκοπό να προσηλυτίσει τους χριστιανούς του Ελβασάν. Ήθελε να τους αποτρέψει από το φιλελληνισμό τους. Τους δασκάλευε πως ένας Αλβανός οφείλει να σκέφτεται την Αλβανία και να κάνει τα παιδιά του γνήσιους Αλβανούς, πως αντί για ελληνικά σχολεία τους χρειάζονταν αλβανικά σχολεία και αλβανοί παπάδες και αλβανική λειτουργία, κοντολογίς, για να είναι αντάξιοι των πατεράδων τους και του ονόματος τους, έπρεπε να γίνουν αλβανίζοντες, αλβανόφρονες.

Σε τούτο τον απόστολο λοιπόν, Βέιγκαν το όνομα του, (Gustav Weigand, γερμανός που περιηγήθηκε τα μέρη αυτά το 1889-1890 και έγραψε για τους Βλαχόφωνους μελέτη όπου υιοθετεί τη «ρουμανική» εκδοχή περί της καταγωγής τους σ.μ.) οι Έλληνες αυτοί αποκρίθηκαν ότι Αλβανία και αγριότητα ήσαν γι αυτούς συνώνυμα: ότι αυτοί την πατρίδα τους τη λένε Ήπειρο και ονομάζουν πρόγονο τους τον Πύρρο τον Έλληνα: κι όσο για τη γλώσσα, προτιμούν να εξασφαλίσουν για τα παιδιά τους ένα τελειοποιημένο γλωσσικό όργανο παρά ένα βάρβαρο εργαλείο: κι ότι στο τέλος – τέλος ο αλβανισμός, δηλαδή ο άγριος βίος, δεν είχε πια για τα γούστα τους ακατανίκητα θέλγητρα: ίσως οι πατεράδες τους οι δύστυχοι να έκαναν, μέσα στην αμάθεια τους, την άθλια αυτή ζωή: αυτοί όμως θα προσπαθούν να πλησιάζουν κάθε μέρα και πιο πολύ στο φως, στον πολιτισμό, στον ελληνισμό. Και τον κρατούν το λόγο τους. Τούτο το χρόνο έστειλαν δύο από τα παιδιά τους στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, το ένα να σπουδάσει τη φιλολογία και να γίνει μια μέρα ο σχολάρχης τους, το άλλο για να σπουδάσει τη ιατρική και να τους γλιτώσει από τους κομπογιαννίτες και τους δερβίσηδες…

Η πίστη στο Χριστό και ο σεβασμός της λατρείας του ζουν πάντοτε. Η εκκλησία εξακολουθεί να είναι το κέντρο της καθημερινής και υλικής ζωής. Με τα πανταλόνια ή με τη φουστανέλα, στη Σμύρνη και στα Γιάννινα, εξακολουθούν να τηρούν τις ατελείωτες Σαρακοστές και, όταν φιλούν τις εικόνες, κάνουν πάντοτε αναρίθμητα σταυροκοπήματα. Παρόλο όμως που η θρησκευτική πίστη κατέχει τα σώματα, στα πνεύματα εισχωρεί σιγά-σιγά μια ορθολογική πίστη στην αξία των ιδεών και των σύγχρονων επιστημών και απλώνεται και στα πιο στενά μυαλά. Η Ρωσία, ο μελανός κόσμος της απολυταρχίας και της δουλείας, έπαλξη της αντίδρασης και της κτηνώδους βίας (μιλώ όπως αυτοί οι Έλληνες, μεγάλοι εραστές των λεκτικών αφορισμών και των απλουστευμένων ιδεών), η Ρωσία χάνει το γόητρο της και στον ορίζοντα λάμπει, φάρος των νέων καιρών, η Ελλάδα. Και πηγαίνουν προς το φως αυτό, προς τη χώρα αυτή της γνώσης και του πνεύματος.

Ανάμεσα σ’ αυτούς και στη μη χριστιανικοί – μετέφραζε «μη ορθόδοξη» γι αυτούς είναι το ίδιο – Ευρώπη, η Ελλάδα είναι το φυσικό και αναγκαίο ενδιάμεσο, γιατί μπόρεσε να γίνει ευρωπαϊκή παραμένοντας χριστιανική και να συμφιλιώσει τους θεσμούς της, όπως κι αυτοί συμφιλιώνουν στη ζωή τους, την αληθινή πίστη στον αληθινό Θεό και την υπακοή στη σύγχρονη σκέψη. Κι έτσι γίνεται κατανοητό το μίσος που τρέφουν για το Βούλγαρο, ορθόδοξο αλλά κτήνος, και η απέχθεια τους προς τον Ιταλό και τον Αυστριακό, εκπολιτιστές αλλά άπιστους…».

Κοινοποίηση

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Live Stream

Coming Soon