«ΛΑΪ ΚΙΤΣΟ ΚΑΠΟΥΡΑΝΗΣ» (από το τεύχος Δεκεμβρίου 1981 της «Ηπειρωτικής Εταιρίας»

Δημοσιεύθηκε: 17/12/2020 11:39 Τελευταία Ενημέρωση: 17/12/2020 14:55 Από: Tachydromos

Απ’ το Δελτίο Πνευματικής Ενημέρωσης «Ηπειρωτική Εταιρεία», μηνιαία έκδοση και το τεύχος αρ. 63 του 8-ου έτους εκδόσεως (Δεκέμβριος 1981) αναδημοσιεύουμε κείμενο του Αλέξ. Χ. Μαμμόπουλου, Είναι μια όμορφη διήγηση, μεταφορά δικών του συζητήσεων με λόγιους απ’ τη Βόρεια Ήπειρο.

Μεταφέρει κάτι για το έθιμο να διαβάζουν τα μελλούμενα από το οστό του ώμου των αρνιών. Είναι ακόμη διαδεδομένο στους Βλάχους της υπαίθρου., όπως και άλλα που σχετίζονται στην πρόβλεψη του καιρού με βάση τις συνθήκες την ημέρα της Υπαπαντής κλπ.

Είναι όσα περιγράφει τόσο συνδεδεμένα με την τοπογεωγραφία μας, ονόματα ζωντανά ακόμη στην περιοχή και η μνήμες νωπές. Αξίζει να διαβαστεί χειμωνιάτικα…

«ΛΑΪ ΚΙΤΣΟ ΚΑΠΟΥΡΑΝΗΣ»

Αναδρομές στην ιστορία της άτυχης Πατρίδος εκάναμε ένα απόγεμα με το Μίστο Παπαδήμα και τον μακαρίτη δάσκαλο Β. Μπαρά. Ο λόγος για την εκτυφλωτική εκστρατεία του 1940, για το σκίρτημα του βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού και τα ερείπια που ακολούθησαν.

Ήταν παραμονές της Ιταλικής επιθέσεως κατά της Ελλάδας. Πολεμική υστερία είχε καλύψει την Αλβανία από τον τύπο, που τα νήματα κρατούσαν οι αρχές της Ιταλικής κατοχής και πρόθυμοι πουλημένοι κονδυλοφόροι είχαν μπει στην υπηρεσία τους, ως τη νευρικότητα των κυβερνητικών γραφείων.

Όλοι μαντεύαμε εκείνα, που σχεδιάζονταν κατά της Ελλάδος, μας διηγήθηκε ο Μίστο Παπαδήμας, αλλά πιο κάτω τίνος ανθρώπου ο νους μπορούσε να το βάλει;

Ωστόσο ο Φιλίπ Δημερτίκας από τη Νίβητσα, τσέλιγκας με 500-600 πρόβατα, καλός διαβαστής της σπάλας επροφήτεψε και την επίθεση και τη συνέχεια της.

Ήταν μια μέρα στο τοκιστικό μαγαζί του Βελή Μαλίλε και του Ρεμζή Καραλή, σαράφηδων από το Αργυρόκαστρο, με άλλους μαζί στο Δέλβινο.

Η πολιτικολογία, ροπή τόσο του χριστιανικού, όσο και του οθωμανικού στοιχείου, ήταν η κύρια συζήτηση. Τότε ο Διμερτίκας αποτόλμησε μια προφητεία.

-Ο πόλεμος θα γίνει! είπε. Τούτοι (οι Ιταλοί) θα μπουν στην Ελλάδα, δεν θα περάσουν όμως λίγες μέρες κι εδώ έρχεται άλλος στρατός, έρχονται οι Έλληνες.

Σε μια βδομάδα κηρύχτηκε ο πόλεμος και ακολούθησαν αυτά που ξέρουμε όχι μόνο εμείς, αλλά που τα μάθαν όλοι οι άνθρωποι σ’ όποια γωνιά της γης βρισκόταν τον Οκτώβριο και το Νοέμβριο του Σαράντα.

Η συζήτηση στράφηκε έπειτα γύρω από τη οιωνοσκοπία και ο συνομιλητής μας συνέχισε: -Όμως ο Διμερτίκας κι αργότερα επανέλαβε τις προφητείες του.

Ήταν μέσα στους αλαλαγμούς των ελληνικών νικών και την ξέφρενη ιαχή του θριάμβου το καχουριστάν ( η χριστιανική περιοχή ) Νοέμβριο και Δεκέμβριο.

Ο Διοικητής της ΙΙΙ Μεραρχίας μακαρίτης Στρατηγός Μπάκος είχε έδρα τη Νίβιτσα κι εκάθονταν ο ίδιος στο σπίτι του Σπύρο Δούλη. Είχε ακούσει ο Στρατηγός για το μάντη της ελληνικής προελάσεως και μια μέρα, προ της επιθέσεως του Μαρτίου 1941, τον φώναξε:

-Ε! μωρέ Φιλίπη, του λέγει. Τι βλέπεις εσύ σ’ αυτά τα δικά σου βιβλία (την ωμοπλάτη του αρνιού); Έχεις δει καμιά πλάτη;

-Έχω δει! του είπε ο Διμέρτικας. Όταν έρθει ο Απρίλης δε σε βρίσκει εδώ…

Ακολούθησε σιωπή τη συζήτηση μας.

Εγνώρισα κι άλλους οιωνοσκόπους εξακολούθησε ο συνομιλητής μας, Χριστιανούς και Τούρκους, εγνώρισα κοντά σ’ άλλους και το Γιάχο Αϊντίνη, το Γιάχο Καλιάσα, από την Καλιάσα του Δελβίνου.

Είχε διένεξη κάποτε το Μοναστήρι του Διβροβουνίου με τους Καστρινούς Αγάδες, που είχαν ιδιοκτησίες στο Ντερμίσι του Δελβίνου. Ο Ηγούμενος του Μοναστηριού Ιερόθεος, Δροβιανίτης και άλλοι ιδιοκτήται χωραφιών κατηγορούνταν από τους αγάδες για διατάραξη της νομής. Συμφιλιωτικές προσπάθειες απέβησαν άκαρπες. Έτσι το Πρωτοδικείο διέταξε πραγματογνωμοσύνη.

Ορίστηκα εισηγητής της πραγματογνωμοσύνης. πήρα πραγματογνώμονες το Γιάχο Καλιάσα, τον Πύλιο Τσέκο από το Ελευθεροχώρι και το Φίκο Χάτο από το Δέλβινο, παλιούς δεκατιστάς που ήξεραν σπιθαμή προς σπιθαμή την περιοχή.

Το βράδυ φτάσαμε στο επίδικο μέρος και φιλοξενηθήκαμε από τον Ιερόθεο. Ήταν καλοκαίρι και καθίσαμε έξω από το ξωκλήσι της Παναγίας. Είχε αγοράσει ο Ηγούμενος ένα τράγο από κάτι Μεμοραχιώτες και Διβριώτες τσομπαναραίους και το τραπέζι ήταν πλούσιο, αντάξιο της φήμης του Μοναστηριού και των αξιοσέβαστων προσώπων, που η περίσταση είχε οδηγήσει στο τραπέζι του Ηγουμένου.

Ξεμερδιάστηκε το σφαχτό και σερβιρίστηκε στο τραπέζι. Στο Γιάχο φυσικά δόθηκε η σπάλα κι αφού την καθάρισε την έβαλε στο λιχνάρι να την κοιτάξει.

-Από πού τώχεις το σφαχτό, Γούμενε; Του Μοναστηριού είναι ή ξένο;

-όχω αγορασμένο από τσομπαναραίου. Απάντησε εκείνος.

-Ωχ! μωρέ τρώμε κλεμμένο! είπε ο Γιάχος και του πέσε η σπάλα από τα χέρια.

-Μη τρώτε, ωρέ, θα σας κόψει! Συμβούλεψε.

Ο ίδιος δεν έβαλε μπουκιά από το ψητό στο στόμα του κι εφύλαξε πιστός το έθιμο του τόπου. Οι άλλοι φάγαν μην αντέχοντας στον πειρασμό από το θαυμαστό έδεσμα.

-Άκουσε, Γούμενε, συνέχισε ο Γιάχος. Δεν θα δικαστείς από τούτο το δικαστήριο, αλλά από άλλο και θα κερδίσεις.

Έτσι κι έγινε. Έκανα την άλλη μέρα την εισήγηση επί τη βάσει των καταθέσεων των πραγματογνωμόνων, αλλά το πρωτοδικείο εκηρύχθη, όπως λέμε, αναρμόδιον: αρμόδιον ήταν το κακουργιοδικείο για σφετερισμό ξένης περιουσίας και η υπόθεση απέβη υπέρ του Μοναστηριού.

Αλλά ακόμη πιο ενδιαφέρουσες ήταν οι προμαντέψεις του Κασίμη από το Κούτσι του Κουρβελεσιού.

Το χινόπωρο η επαρχία Δελβίνου γεμίζει από πρόβατα, που κατεβαίνουν από τα βουνά, από την Κολιώνια ως την Πίνδο, δεκάδες χιλιάδες πρόβατα, που ξεχειμαδιάζουν στα λειβάδια κοντά στη θάλασσα και λίγο αλάργα απ’ αυτή, στο εύκρατο και γλυκό κλίμα του Ιουνίου, στο Διβροβούνι, στο Τυμπάνι, στ’ Αράβουνα, στη Γκρεμπενίτσα, στα Χερεμέτσια της Νίβιτσας, στην Τόμπρα του Σωπικιού, στη Σωρονειά.

Εκεί ξεχειμάζαν κείνο το χειμώνα και οι δυό μεγάλοι και ξαϊκουστοί τσελιγγάδες ο Ντίνε Γιάννος και ο Κίτσο Καπουράνης με χιλιάδες πρόβατα.

Ο Κίτσο Καπουράνης, Βλάχος από την Κολιώνια ερχόμενος, προτίμαε και νοίκιαζε τα λειβάδια της Τόμπρας του Σωπικιού. Εκεί στη στάνη του με οδήγησε ένα βράδυ το υπηρεσιακό μου καθήκον. Ο Καπουράνης είχε νοικιάσει ένα χειμώνα τα λειβάδια του Κομματιού από τον Μουαμέτ Μπέη Κόκα και του χρωστούσε νοίκια.

Δεν πλήρωνε με τη δικαιολογία πως εξ αιτίας του πολέμου 1912-13 δεν έκανε χρήση. Ο Μπέης όμως αντλώντας δικαίωμα από το συμβόλαιο του επέτυχε τελεσίδικη απόφαση κατασχέσεως από το Πρωτοδικείο Δελβίνου και πήρα διαταγή σαν ιτζιρά μεμούρ ( εκτελεστικός υπάλληλος ) να πάω να εκτελέσω την απόφαση.

Πήρα μερικούς χωροφύλακες του δικαστηρίου κι ανάμεσα τους τον Κασίμη, ένα παλικάρι μαυριδερό γενναίο. Ήταν δεν ήταν είκοσι χρονών. Εζήτησα ενίσχυση και από το σταθμό Σωπικιού του οποίου ο ενωμοτάρχης με άλλους δύο χωροφύλακες με ακολούθησε.

Τη σημαντική αυτή δύναμη τη θεώρησα απαραίτητη, γιατί και η φάρα των Καπουραναίων ήταν πολυάριθμη και τσομπαναραίους και πιστικούς εμπειρότατος στα όπλα είχαν. Εκράτησα μυστική την αποστολή μου, μόνο ο σταθμάρχης εγνώριζε το μυστικό και το βράδυ βρεθήκαμε στα βλάχικα κονάκια. Τριάντα – σαράντα καλύβες περιποιημένες, με καλάμι και ριζάχερο φκιαγμένες, με πόρτες και παραθύρια, σε μια πλαγιά αποτελούσαν την εγκατάσταση του βλάχικου ποιμενικού συνοικισμού.

Διευθυνθήκαμε προς τη μεγαλύτερη και επιβλητικότερη του αρχιτσίλεγγα, του Κίτσο Καπουράνη.

Τα γαυγίσματα των ποιμενικών σκύλων, που η ομοβροντία τους ήταν η αναμενόμενη υποδοχή μας είχαν σταματήσει με τις καθησυχαστικές φωνές των πιστικών και ήσυχοι οδηγηθήκαμε στο κονάκι του αρχιτσίλεγγα. Η καλύβα του έμοιαζε με σκηνή αρχιστράτηγου σε περίοδο εκστρατείας. Ωραίες ψάθες κατά γης, απάνω φλοκωτές βελέντζες, ένα – δύο δωμάτια και κατευθείαν στο μουσαφίρ οντά. Χοντρό κούτσουρο έκαιγε στη βάτρα, στο τζάκι και μια γλυκιά ζέστη από το ριζάχερο κι από τη φλόγα του τζακιού μας περίχυσε καθώς εμπήκαμε.

Καφές. ρακί, μουαμπέτι ( συζήτηση ), φιλοξενία.

-Πως σας ήφερε ο Θεός απ’ εδώ; ρώτησε ο οικοδεσπότης, ύστερα από λίγο.

Βρεθήκαμε σε δύσκολη θέση για το ψέμα, με το οποίο τόσα ατιμωτικά θα πλήρωνα την πρόθυμη φιλοξενία, που προμηνύονταν ηγεμονικώτερη, αλλά από το φόβο της φυγαδεύσεως του κοπαδιού ή αναμείξεως με γειτονικά αναγκάστηκα ν αποκρύψω τις προθέσεις μου, αναβάλλοντας για την αυγή την εκτέλεση της αποφάσεως και του είπα:

-Λαϊ Κίτσο, είμαστε περαστικοί, ερχόμαστε από το δείνα χωριό και πάμε στο τάδε, που μας ειδοποίησαν για κάποιο φόνο. Δούλοι και πιστικοί στο μεταξύ είχαν βαλθεί να σφάξουν και να ψήσουν τρία αρνιά.

Έπειτα από λίγο, πάνω στην τάβλα, αρνί ψητό κλέφτικα, τυρί χλωρό και γλυκό κρασί εσκόρπισε την ευθυμία. Ήταν απλοχέρηδες οι Καπουραναίοι, κοινωνικοί, ξυρισμένοι, καθαροί και πλειότερο απ’ όλους ο γενάρχης τους, ο αρχιτσίλεγγας, ο Κίτσο Καπουράνης. Πάνω στο φαϊ και στο πιοτί η σπάλα δόθηκε στον Κασίμη από τον οικοδεσπότη.

-Ξεκοκάλισε το και διάβασε το! του είπε ο Κίτσος.

Και ο Κασίμης την πήρε και την καθάρισε αλαφρά κι απάνω – απάνω, με το σουγιά κι εδιάβασε τα μελλούμενα…

-Το κοπάδι σου γίνεται σε δυό ουρές ( κομματιάζεται ), του λέει, και αύριο θα πληρώσεις αναγκαστικά κάτι χρήματα.

-Δεν έχω, ωρέ, παράδες! διαμαρτυρήθηκε ο τσέλιγγας.

Όχι δεν έχω, όχι έχεις.

-Εγώ σου τα βρίσκω και που τα χεις κρυμμένα! του λέει ο νέος Καλχάς από το Κούτσι. Μου δίνεις την άδεια να στα βρω, που τα χεις κρύψει;

-Αν τα βρεις θα δώκω μπαξίσι.

-Φύλα το λόγο σου, γιατί εγώ θα τα βρω. Δώσε μου τη μασιά.

Κάτω από τη γενική αγωνία παίρνει ο Κασίμης τη μασιά και γύριζε γύρω-τριγύρω την κάμαρα και όπως ο ραβδοσκόπος ψάχνει τα νερά, έτσι κι ο Κασίμης έψαχνε το θησαυρό του Καπουράνη.

Εκεί στο έμπα της θύρας, κάτω από την ψάθα, σκάλισε λίγο το χώμα και μπρος στα έκπληκτα μάτια όλων μας, ενώ ο Κίτσο Καπουράνης είχε ανοίξει το στόμα του μια οργιά, ανέσυρε έναν τενεκέ.

-Τα βρήκα ή δεν τα βρήκα, ωρέ τσέλιγγα! Είναι παράδες για δεν είναι; Εγώ μπορώ να σου πω και πόσα είναι και τι λογής παράδες είναι!

Κάνω νόημα στον Κασίμη να σταματήσει η συζήτησις για τα χρήματα έως εκεί.

Έδωκε ο τσέλιγγας στη μπάμπω του τον τενεκέ, που τον κράταγε κείνη όπως κρατούν τις άγιες εικόνες, ρίχνοντας μας ύποπτα βλέμματα και γυρίσαμε όλοι στο ζιαφέτι ( γλέντι ) μας.

Αλλ’ ο Κασίμης είχε κι άλλες σελίδες να μας διαβάσει από το βιβλίο της ζωής του Καπουράνη.

-Και κάτι άλλο έχεις ακόμα, τσέλιγγα! του λέει.

Το μπινέκικο (της καβάλας) άλογο σου θα πνιγεί αύριο, κει που το χεις δεμένο.

Όμως μέσα στ ατυχήματα του έχεις και μια χαρά, χαρά μεγάλη για τη φαμίλια σου και για το σπιτικό σου. Το παιδί σου, που έχεις χαμένο εδώ και δέκα πέντε χρόνια και του κάνατε κηδείες και μνημόσυνα, σου ΄ρχέτε αύριο το μεσημέρι!

Η κατάπληξη ήταν απερίγραπτη. Συσπάσεις συγκινήσεως διαγράφτηκαν στο πρόσωπο του Τσέλιγγα, από την οδυνηρή θύμηση, ενώ από τις άλλες κάμαρες πρόβαλαν η μια πίσω από την άλλη η μπάμπω του κι οι νυφάδες, ροδομάγουλες βλαχοπούλες, που σα γυναίκες δεν καθόταν στο τραπέζι και που η είδηση είχε αναστατώσει όλες τις καλύβες.

Ποιος μπορούσε ν αμφιβάλει για τις προφητείες, αφού η μια κιόλας είχε ξεδιαλύνει το ίδιο το βράδυ;

Το γλέντι συνεχίστηκε όλη τη νύχτα στην αδημονία της χαρούμενης προσμονής. Εκεί πότε, του ανεκοίνωσα και την απόφαση της κατασχέσεως και του εζήτησα τα χρήματα.

Αρνήθηκε με πείσμα να πληρώσει κι αναγκαστήκαμε να ξεχωρίσουμε από το κοπάδι του πεντακόσια-εξακόσια πρόβατα για να τα πάρουμε και να τα δώσουμε παρακαταθήκε σε τρίτο πρόσωπο, ωσότου εκποιηθούν. Μετάνιωσε όμως υπολογίζοντας καλά τη μεγαλύτερη ζημιά κι έτσι πλήρωσε και τα χρήματα. Έβγαινε έτσι και το δεύτερο και το τρίτο μέρος της προφητείας του Κασίμη.

Είχαμε πλειά τελειώσει την αποστολή μας και είπα να ετοιμαστούμε να φύγωμε. Ήταν κατά τις δώδεκα το μεσημέρι. Όμως ο τσέλιγγας όταν είδε την ετοιμασία μας να φύγωμε.

-Όχι! μου λέει. Ως τώρα ήσουν μπουμπασίρης ( υπάλληλος της εκτελέσεως ). Τώρα θα μείνεις μουσαφίρης, εσύ κι οι άνθρωποι σου. Είστε στο οτζάκι μου και θα φύγετε όταν διατάξω εγώ.

Ποιος μπορούσε να κάνει την ατιμωτική πράξη να μη δεχθεί παρεχόμενη φιλοξενία; Όταν μάλιστα, όπως είναι γνωστό στα μέρη μας, η άρνηση ισοδυναμεί με θάνατο γιατί θεωρείται προσβολή, και μάλιστα αφού της τύχης τα γραμμένα προμήνυαν τέτοια χαρά στην ταρούστα (στάνη ) του Κίτσο Καπουράνη;

Έτσι μείναμε και το μεσημέρι και ξαναστρώθηκε τραπέζι σε ατμόσφαιρα πλειό εγκάρδια.

Κει που τρώγαμε ακούστηκαν φωνές από τους δούλους και τους πιστικούς:

-Ω! λάι Κίτσο, λάι Κίτσο. Πάει το κάλο (άλογο) σου, πνίγηκε κει που ήταν δεμένο με το λιτάρι του.

Η δυσάρεστη όμως αυτή είδηση πέρασε απαρατήρητη σ’ αυτό το μερόνυχτο το γεμάτο με γεγονότα. Εξ άλλου άλογα και φοράδια είχαν αρκετά οι στάβλοι του Καπουράνη.

Δεν είχε περάσει πολλή ώρα, θα ταν κατά τις δύο το μεσημέρι που όλη η στάνη συνταράχτηκε σαν από σίφουνα.

-Ω! λάι Κίτσοοο!...λάι Κίτσοοο! Τα συχαρίκια! Ήρθε ο γιος σου! Ηρθ’ ο Λάμπης! Ήρθ’ ο Λάμπης!

Μια χλαλοή ακούστηκε. Απ’ όλες τις καλύβες ξεπετάχτηκαν γυναίκες και παιδιά μικρά ξυπόλυτα κι έτρεχαν δώθε κείθε ξέφρενες και φωνές και φιλιά και σιουρίγματα από κορυφή σε κορυφή και γαυγίσματα σκυλιών, και χρεμμετίσμα αλόγων, που παρεξενεύθηκαν και τα ζώα μ αυτό το ανθρώπινο παραλήρημα και άρχισε ένα ντουφεκίδι που έκανε τις κλαγιές ν αχολογούν και σταματημό δεν είχε. Γέμισαν και οι δικοί μου χωροφύλακες τα όπλα τους και το μπουμπούνισαν και κείνοι για να μη υστερήσουν στη γενική χαρά και κείνο που ακολούθησε νους του ανθρώπου δε μπορεί να το περιγράψει.

Επί μία ώρα έριχναν συνέχεια εβδομήντα ντουφέκια πανηγυρίζοντας την επιστροφή του χαμένου γιου. Ήταν κάτι σαν τη νύχτα της Αναστάσεως, ανέστη νεκρός.

Και σαν κατάκατσε ο κορνιαχτός κι ο τσέλιγγας αγκάλιασε κι ασπάστηκε το γιό του γύρισε δακρυσμένος στον Κασίμη:

-Καλό να’ χης, ωρέ παλικάρι. Ο Κίτσο Καπουράνης φυλάει το λόγο του. Έμπα μέσα στο κοπάδι και πάρε για μπαξίσι είκοσι πέντε πρόβατα, όποια πιάκει το μάτι σου και ή πάρτα ή σημάδεψε τα στ’ αυτιά με δικό σου σημάδι και στείλε άνθρωπο να τα πάρει. Το απομεσήμερο εφεύγαμε.

Απ’ όλες τις καλύβες είχαν βγει γυναίκες κι άντρες δύο – δύο, τρεις – τρεις, και κουνούσαν τα μαντήλια και φώναζαν βλάχικα:

-Καλεμπάρδε, καλεμπάρδε, (κατευόδιο).

Μια ομοβροντία ακολούθησε κι άλλη μια από τους δικούς μου άντρες, αποχαιρετιστήρια.

Τέτοια κατάσχεση ούτεματάγινε, ούτε θα ξαναματαγίνει!

Κοινοποίηση

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Live Stream

Coming Soon