Του Γιάννη Γιάννη
Είναι ο τίτλος του νέου βιβλίου του λογοτέχνη Βαγγέλη Ζαφειράτη που κυκλοφόρησε πρόσφατα απ’ τις εκδόσεις «Ελίκρανον», τέλη Δεκεμβρίου 2020.
Είναι μια ιστορική αναφορά για την πόλη των Αγίων Σαράντα, απ’ την αρχαιότητα και εως στο σήμερα. ΄Εχουμε να κάνουμε με ένα ιστορικό βθιβλίο, καλογραμμένο με πολλά στοιχεία. Είναι ένα πάντρεμα της ιστορίας με τη λογοτεχνία, πράγμα που το κάνει ευανάγνωστο και ταυτόχρονα χρήσιμο όπως για τον απλό αναγνώστη έτσι και για τον ιστορικό ερευνητή και λογοτέχνη.
Σημαντικό είναι το γεγονός ότι ο συγγραφέας του βιβλίου δεν μένει μόνον στην ιστορία του χθές αλλά αγγίζει το σήμερα. Αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων που έλαβαν χώρα μετά το 1990, τα καταγράφει με συνέπεια και τα παρουσιάζει στον αναγνώστη. Κυρίως προβλήματα και γεγονότα που απασχολούν τον σύγχρονο έλληνα κάτοικο της πόλης.
Σε συνέχεια, δύο σύντομα αποσπάσματα από τον πρόλογο και τον επίλογο του βιβλίου. Επίσης και μερικές φωτογραφίες που συνοδεύουν την έκδοση.
«... Η ΜΟΙΡΑ ΜΑΣ ΧΥΜΕΝΟ ΜΟΛΥΒΙ ...»
(Αντί προλόγου)
Για πολλοστή φορά, από το ύψωμα του ερειπωμένου μοναστηρίου, δίπλα απ’ τις κεραίες της κινητής τηλεφωνίας και τον εγκαταλειμένον πια στρατώνα, αγναντεύω την πόλη. Άναρχη, από μπετό και μόνον μπετό, απλώνεται κατά μήκος της παραλίας, από το Ακρωτήρι του Ποσειδώνα και έως το μικρό ακρωτήρι της Παλάδας.
Εκεί που τα τελευταία χρόνια, μετά το 1992, οι νέοι κάτοικοι που εγκαταστάθηκαν, έφτιαξαν τη δική τους συνοικία, «Μπαμπά Ρετζέπι» και το δικό τους χώρο λατρείας, έναν τεκέ. Δεσπόζει κάτασπρος και περήφανος στα πόδια του βουνού, με το βλέμμα του στραμμένο προς την βόρεια Κέρκυρα.
Ένα γυμνό τοπίο απλώνεται μπροστά μου, μπετό και πέτρες καμένες από τον ήλιο. Λίγο πιο πέρα, η θάλασσα. Ένα χαμηλό τείχος τη χωρίζει από τα κτίρια και τις καφετέριες.
Ο ναός των Αγίων Σαράντα που βάφτισε την πόλη, μοιάζει με σάπιο, σπασμένο παλιοκάραβο που μια μεγάλη θεομηνία το πέταξε στη ράχη του βουνού. Ένα καράβι της ιστορίας που το ξέχασαν θεοί και άνθρωποι. Φαίνεται σαν να ελπίζει σε κάτι και να περιμένει. Όπως ένας βαριά τραυματισμένος μαχητής.
Εδώ, δεν υπάρχουν καμπαναριά, δεν χτυπούν τα σήμαντρα. Μόνον η θάλασσα κι αυτή περιορισμένη, απλώνεται μπροστά μας και κάτω στα πόδια του βουνού. Αστράφτουν πέτρες κοφτερές, σαν σαγόνια αρπαχτικών τεράτων.
Μα, εμείς τί περιμένουμε αγναντεύοντας τη θάλασσα; Ενώ μια βάρκα χάνεται στην ομίχλη του απόβραδου.
Θυμήθηκα το στίχο του Σεφέρη: «...Η μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δεν μπορεί ν’ αλλάξει, δεν μπορεί να γίνει τίποτε...».
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Έχω επισκεφθεί πολλές φορές την αρχαία πόλη του Βουθρωτού, 15 χλμ νότια των Αγίων Σαράντα. Είναι ένας σημαντικός αρχαιολογικός χώρος που τελεί υπό την αιγίδα της UNESCO.
Πολλές φορές έχω σταθεί στις αφιερωματικές επιγραφές στις πέτρες του Ασκληπιείου. Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκαναν όμως, τα διατάγματα για την απελευθέρωση των σκλάβων. Είναι χαραγμένα στις πέτρινες κερκίδες του αρχαίου θεάτρου. Προσπαθώ να διαβάσω τα ονόματά τους. Απελευθερώθηκαν... ο Αλεξίμαχος, ο Κλεόμαχος, ο Αριστίων, ο Σώπατρος... κι άλλοι δούλοι.
Γυρίζω, τριγυρίζω χρόνια τώρα, ψάχνω το όνομά μου. Του κάκου! Μείναμε αιώνιοι είλωτες στην κλειστή αγορά της αρχαίας πόλης.
Πιο πέρα, ένα βαθύ πηγάδι με μαρμάρινη πέτρα που λάμπει στον ήλιο. Ένα ξεροπήγαδο απ’ όπου πρέπει να βγάλουμε νερό. Το βάθος του σκοτεινό. Βλέπω πηχτό σκοτάδι. Μόνον μια μακρόσυρτη βοή ανεβαίνει προς τα πάνω: «... εδώ νερό δεν έχει, αίμα είναι πολύ!».