«ΑΓΙΟΙ ΣΑΡΑΝΤΑ – παλίμψηστος μνήμης»

Δημοσιεύθηκε: 14/02/2021 15:39 Τελευταία Ενημέρωση: 16/02/2021 16:15 Από: Tachydromos

Του Γιάννη Γιάννη

Είναι ο τίτλος του νέου βιβλίου του λογοτέχνη Βαγγέλη Ζαφειράτη που κυκλοφόρησε πρόσφατα απ’ τις εκδόσεις «Ελίκρανον», τέλη Δεκεμβρίου 2020.

Είναι μια ιστορική αναφορά για την πόλη των Αγίων Σαράντα, απ’ την αρχαιότητα και εως στο σήμερα. ΄Εχουμε να κάνουμε με ένα ιστορικό βθιβλίο, καλογραμμένο με πολλά στοιχεία. Είναι ένα πάντρεμα της ιστορίας με τη λογοτεχνία, πράγμα που το κάνει ευανάγνωστο και ταυτόχρονα χρήσιμο όπως για τον απλό αναγνώστη έτσι και για τον ιστορικό ερευνητή και λογοτέχνη.

Σημαντικό είναι το γεγονός ότι ο συγγραφέας του βιβλίου δεν μένει μόνον στην ιστορία του χθές αλλά αγγίζει το σήμερα. Αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων που έλαβαν χώρα μετά το 1990, τα καταγράφει με συνέπεια και τα παρουσιάζει στον αναγνώστη. Κυρίως προβλήματα και γεγονότα που απασχολούν τον σύγχρονο έλληνα κάτοικο της πόλης.

Σε συνέχεια, δύο σύντομα αποσπάσματα από τον πρόλογο και τον επίλογο του βιβλίου. Επίσης και μερικές φωτογραφίες που συνοδεύουν την έκδοση.

«... Η ΜΟΙΡΑ ΜΑΣ ΧΥΜΕΝΟ ΜΟΛΥΒΙ ...»

(Αντί προ­λό­γου)

Για πολ­λο­στή φορά, από το ύ­ψωμα του ε­ρει­πω­μέ­νου μο­να­στη­ρίου, δί­πλα απ’ τις κε­ραίες της κι­νη­τής τη­λε­φω­νίας και τον εγ­κα­τα­λει­μέ­νον πια στρα­τώνα, α­γναν­τεύω την πόλη. Ά­ναρχη, από μπετό και μό­νον μπετό, α­πλώ­νε­ται κατά μή­κος της πα­ρα­λίας, από το Α­κρω­τήρι του Πο­σει­δώνα και έως το μι­κρό α­κρω­τήρι της Πα­λά­δας.

Ε­κεί που τα τε­λευ­ταία χρό­νια, μετά το 1992, οι νέοι κά­τοι­κοι που εγ­κα­τα­στά­θη­καν, έ­φτι­α­ξαν τη δική τους συ­νοι­κία, «Μπαμπά Ρετ­ζέπι» και το δικό τους χώρο λα­τρείας, έναν τεκέ. Δε­σπό­ζει κά­τα­σπρος και πε­ρή­φα­νος στα πό­δια του βου­νού, με το βλέμμα του στραμ­μένο προς την βό­ρεια Κέρ­κυρα.

Ένα γυ­μνό το­πίο α­πλώ­νε­ται μπρο­στά μου, μπετό και πέ­τρες κα­μέ­νες από τον ή­λιο. Λίγο πιο πέρα, η θά­λασσα. Ένα χα­μηλό τεί­χος τη χω­ρί­ζει από τα κτί­ρια και τις κα­φε­τέ­ριες.

Ο ναός των Α­γίων Σα­ράντα που βά­φτισε την πόλη, μοι­ά­ζει με σά­πιο, σπα­σμένο πα­λι­ο­κά­ραβο που μια με­γάλη θε­ο­μη­νία το πέ­ταξε στη ράχη του βου­νού. Ένα κα­ράβι της ι­στο­ρίας που το ξέ­χα­σαν θεοί και άν­θρω­ποι. Φαί­νε­ται σαν να ελ­πί­ζει σε κάτι και να πε­ρι­μέ­νει. Ό­πως έ­νας βα­ριά τραυ­μα­τι­σμέ­νος μα­χη­τής.

Εδώ, δεν υ­πάρ­χουν καμ­πα­να­ριά, δεν χτυ­πούν τα σή­μαν­τρα. Μό­νον η θά­λασσα κι αυτή πε­ρι­ο­ρι­σμένη, α­πλώ­νε­ται μπρο­στά μας και κάτω στα πό­δια του βου­νού. Α­στρά­φτουν πέ­τρες κο­φτε­ρές, σαν σα­γό­νια αρ­παχ­τι­κών τε­ρά­των.

Μα, ε­μείς τί πε­ρι­μέ­νουμε α­γναν­τεύ­ον­τας τη θάλασσα; Ενώ μια βάρκα χά­νε­ται στην ο­μί­χλη του α­πό­βρα­δου.

Θυ­μή­θηκα το στίχο του Σε­φέρη: «...Η μοίρα μας, χυ­μένο μο­λύβι, δεν μπο­ρεί ν’ αλ­λά­ξει, δεν μπο­ρεί να γί­νει τί­ποτε...».

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Έχω ε­πι­σκε­φθεί πολ­λές φο­ρές την αρ­χαία πόλη του Βου­θρω­τού, 15 χλμ νό­τια των Α­γίων Σα­ράντα. Εί­ναι έ­νας ση­μαν­τι­κός αρ­χαι­ο­λο­γι­κός χώ­ρος που τε­λεί υπό την αι­γίδα της UNESCO.

Πολ­λές φο­ρές έχω στα­θεί στις α­φι­ε­ρω­μα­τι­κές ε­πι­γρα­φές στις πέ­τρες του Ασκληπιείου. Ι­δι­αί­τερη εν­τύ­πωση μου έ­κα­ναν ό­μως, τα δι­α­τά­γματα για την α­πε­λευ­θέ­ρωση των σκλά­βων. Εί­ναι χα­ρα­γμένα στις πέ­τρι­νες κερ­κί­δες του αρ­χαίου θε­ά­τρου. Προ­σπαθώ να δι­α­βάσω τα ο­νό­ματά τους. Α­πε­λευ­θε­ρώ­θη­καν... ο Α­λε­ξί­μα­χος, ο Κλε­ό­μα­χος, ο Α­ρι­στίων, ο Σώ­πα­τρος... κι άλ­λοι δού­λοι.

Γυ­ρίζω, τρι­γυ­ρίζω χρό­νια τώρα, ψά­χνω το ό­νομά μου. Του κάκου! Μεί­ναμε αι­ώ­νιοι εί­λω­τες στην κλει­στή α­γορά της αρ­χαίας πό­λης.

Πιο πέρα, ένα βαθύ πη­γάδι με μαρ­μά­ρινη πέ­τρα που λάμ­πει στον ή­λιο. Ένα ξε­ρο­πή­γαδο απ’ ό­που πρέ­πει να βγά­λουμε νερό. Το βά­θος του σκο­τεινό. Βλέπω πηχτό σκο­τάδι. Μό­νον μια μα­κρό­συρτη βοή α­νε­βαί­νει προς τα πάνω: «... εδώ νερό δεν έ­χει, αίμα εί­ναι πολύ!».

Κοινοποίηση

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Live Stream

Coming Soon