Η ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΒΡΗ

Δημοσιεύθηκε: 06/07/2017 18:03 Τελευταία Ενημέρωση: 06/07/2017 18:03 Από: Tachydromos

Ο Μιλτιάδης Δ. Σεϊζάνης (1850 – 1930) ήταν δημοσιογράφος, ποιητής και συγγραφέας από τη Σμύρνη. Φοίτησε στην Ευαγγελική σχολή και υπήρξε διευθυντής των εφημερίδων «Αρμονία» και «Ιωνία». Είναι περισσότερο γνωστός για το βιβλίο του «Η Πολιτική της Ελλάδος και η Επανάστασις του 1878 εν Μακεδονία, Ηπείρω και Θεσσαλία» το οποίο αποτελεί σημαντική πρωτογενή πηγή για τα στρατιωτικά γεγονότα των επαναστάσεων στις αναφερόμενες περιοχές. Ο συγγραφέας συμμετείχε και ο ίδιος στις επιχειρήσεις στη Θεσσαλία. Στον πρόλογο, αναγνωρίζει την δυσκολία των «αφηγήσεων συγχρόνων γεγονότων» και μάλιστα «όταν πρόκειται για περίπλοκες και διαμφισβητούμενες», και συμπληρώνει όσον αφορά τη μέθοδο που ο ίδιος ακολούθησε για την συγγραφή του βιβλίου: «επί επτάμηνο, όχι μόνο ακούγοντας με υπομονή αρχηγούς, σωματάρχες και εθελοντές, μέχρι τον τελευταίο οπλίτη, με το μεγαλύτερο μέρος τον οποίον συναναστραφήκαμε και ζήσαμε μαζί, αλλά και επισταμένως μελετώντας διεξοδικές εκθέσεις που δεν συμπίπτουν μεταξύ τους, συγκρίνοντας και αντιπαραβάλλοντας τους λόγους και τα γραφόμενα, για να πειστούμε περί της αλήθειας».

Στο πλαίσιο του αφιερώματος στον δροβιανίτη λόγιο Μίνωα Λάππα παρουσιάζουμε στο παρόν άρθρο ένα κεφάλαιο από το βιβλίο αυτό. Στην αφήγηση για τα γεγονότα στην επαρχία Δελβίνου, ο Λάππας αναφέρεται πρώτα ως ένας εκ των σωματαρχών που ήταν επικεφαλής του σώματος των 460 αντρών το οποίο ξεκίνησε την επανάσταση: «Μ. Λάππα, από τη Δρόβιανη, μορφωμένος νέος, μαζί με τον αδερφό του και τον πρώην στρατιωτικό από την Κέρκυρα, Κ. Λαζαρέτο καθώς και τους φιλέλληνες Ιταλούς Λ. Πενάτσι και Λ. Κοντούρβια».Στη συνέχεια αναφέρονται μεταξύ άλλων συμβάντων, οι ενέργειες του σώματός του στην Τσούκα, Καραλίμπεη και μετά στη Δίβρη. Στο παρακάτω κεφάλαιο εξιστορείται η υποχώρηση των εναπομείναντων επαναστατών μετά την πλήρη αποτυχία του παράτολμου και πρόχειρα προετοιμασμένου εγχειρήματος.

Η ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΒΡΗ

Ο Γεώργιος Στεφάνου με τα υπολείμματα του σώματός των αντρών του, φτάνοντας στις 25 Φεβρουαρίου στη Δίβρη, δυστυχώς δεν βρήκε κανέναν εκεί. Έτσι, αναγκάσθηκε να προχωρήσει προς τη Μονή Θεολόγου.

Ο Κ. Τριτάκης, που είχε μεταβεί στη Δίβρη στις 21 Φεβρουαρίου, αφού τακτοποίησε εκεί τους αιχμαλώτους, έλαβε γράμμα «εκ Σάρτου» από κάποιον ντόπιο ονόματι Ν. Μανθόπουλο, ο οποίος όντας επικεφαλής 90 αντρών, τον καλούσε να επιτεθούν από κοινού σε 350 Γκέγκηδες, που είχαν εισέλθει στη Δρόβιανη και επιδίδονταν σε βιαιοπραγίες. Πήγε, αλλά μετά από παράκληση των χωρικών να μην μπει στο χωριό, για να αποφευχθεί κάθε εκδίκηση από μέρους των Γκέγκηδων, επανήλθε στη Δίβρη. Εκεί, κατά το βράδυ κατέφθασε και ο Μ. Λάππας με 40 δικούς του.

Στις 23 Φεβρουαρίου, μετά από πληροφορίες ότι εχθρική δύναμη εξορμεί εναντίον τους από το Σοπότι και τη Ναβαρίτσα, στις μία η ώρα φτάσανε στη Μονή Θεολόγου, για να μιλήσουν με τον ηγούμενο Φιλήμονα και άλλους ντόπιους οπλαρχηγούς, Α. Τρίχα, Ζ. Σταύρο και Δ. Παπάζογλου.

Ο Κ. Τριτάκης, αφήνοντας εκεί φρουρά αποτελούμενη από 10 άντρες και τον Μ. Λάππα με τους αιχμαλώτους σε τοποθεσία πλησίον της Μονής, προχώρησε προς Δρόβιανη, για να επιτεθεί στους Τούρκους, αλλά κατά τη διαδρομή απετράπη από τους χωρικούς. Έτσι, βρέθηκε σε πλήρη αμηχανία και, διατρέχοντας μεγάλο κίνδυνο ανάμεσα στους πολυπληθείς και συντεταγμένους εχθρούς, αποφάσισε να προχωρήσει προς τη Λεσινίτσα, χωριό οχυρωμένο, μαζί με τον Μ. Λάππα, ο οποίος στο διάστημα αυτό, μετά από παρακλήσεις των ντόπιων, είχε απελευθερώσει τους 56 αιχμαλώτους.

Το βράδυ της 24ης Φεβρουαρίου, μόλις φτάσανε στο εν λόγω χωριό, έλαβαν από τη Μονή Θεολόγου επιστολή του Γ. Στεφάνου, όπου τους πληροφορούσε για την τύχη του σώματος των αντρών του και τους ρωτούσε για τις περαιτέρω κινήσεις.

Ο Μ. Λάππας του απάντησε ότι, όντας αναγκασμένοι να επιταχύνουν την πορεία, λόγω των εχθρών που καταφθάνουν από το Αργυρόκαστρο προς καταδίωξή τους, ήταν αδύνατο να περιμένουν.

Έτσι, όλοι οι εθελοντές υπό τον Κ. Τριτάκη, 180 τον αριθμό, την ίδια νύχτα, απογοητευμένοι και άκρως καταπονημένοι, αναχώρησαν από τη Λεσινίτσα και συνέχισαν την επίπονη και επικίνδυνη πορεία, ακολουθώντας τη διαδρομή: Κλεισάρι, Σελλειό, «Λαύδος», Λοβίνα, «Λίγκου», Κοσοβίτσα, Αχούρια και Ζιλίστη. Εδώ, ο μεν Λάππας, λόγω της κόπωσης, δεν μπόρεσε να προχωρήσει και παρέμεινε, ο δε Τριτάκης προσπάθησε να επικοινωνήσει με κάποιον από τους μυημένους των Ιωαννίνων, ο οποίος δραστηριοποιούνταν στα μέρη εκείνα, τον καθηγητή Ν. Γ.

Για τους παραπάνω λόγους, ο μυημένος Χ. Χ. από τη Ζιλίστη και ο Δ. Π. από την Κρεστούνιτσα, ανέλαβαν να στείλουν σχετικές επιστολές προς τον Γ. Στεφάνου, που περνούσε από τον Καλαμά. Επειδή, όμως, δεν μπόρεσαν να επικοινωνήσουν και να συμπράξουν από κοινού, ο Κ. Τριτάκης έφυγε απ’ εκεί και κατευθύνθηκε κι αυτός προς Καλαμά.

Με οδηγό έναν βοσκό, πέρασαν τον ποταμό, όπου το νερό τους έφτανε μέχρι το στήθος, προχώρησαν προς Βροσύνα, Σινίκου, Ζαροβίστα, Βαλανιδιά, Πραδέλη, Γρατσιάνη και Λιβίτσα. Εδώ, ο Τριτάκης, μαθαίνοντας ότι ο Γ. Στεφάνου μαζί με τον Μ. Λάππα και 56 άντρες βρισκότανε κάτω από το χωριό, τους έστειλε την εξής επιστολή:

Σεβαστέ μου κ. Στεφάνου!

Τούτην την στιγμή έφθασα και χάρηκα μαθαίνοντας ότι βρίσκεστε εδώ. Αφού φάω λίγο ψωμί, θα τρέξω να σας συναντήσω.

Ο Γ. Στεφάνου απάντησε:

…εμείς απόψε έχομε καβούλια και πρέπει να τα πιάσομε αμέσως. Αύριο, αν η πορεία μας γίνει πιο εύκολη, θα συναντηθούμε. Σε συμβουλεύω να πορεύεσαι μόνον νύχτα, για να μην ενοχοποιηθούν τα χωριά, αλλά και προς το συμφέρον σας.*

Μάλλον, τα δύο σώματα, από τότε, δεν συναντήθηκαν ξανά.

Ο Τριτάκης εξακολούθησε την πορεία του περνώντας από Βουκοβίνα, Κουπάκια και Παπαδάτες, απ’ όπου ανέβηκε στο βουνό «Άσπρο Πηγάδι», μία ώρα από την Άρτα, ενώ καταδιώκονταν κατά πόδας από τουρκικό στράτευμα.

Αφού ξεκουράστηκε για λίγο στη θέση αυτή, προχώρησε μέσα από βαλτότοπους και έφθασε στον Λούρο, απ’ όπου επιβιβάστηκαν σε πλοιάρια και, διαφεύγοντας της προσοχής του εχθρού, στις 5 η ώρα μετά μεσημβρίας της 5-ης Μαρτίου, κατέπλευσαν στη Βόνιτσα.

Ενώ ο Κ. Τριτάκης απολάμβανε τις φιλοφρονήσεις για την αίσια επάνοδό του στην Ελλάδα, ο πολύ πιο άτυχος Γ. Στεφάνου προχωρούσε ακόμα μέσα από τα αγκάθια της οδού που του είχε χαράξει η απρονοησία και η πράγματι παράτολμη απόφαση της Επιτροπής.

Αναχωρώντας, όπως ειπώθηκε, την 25-η Φεβρουαρίου από τη Δίβρη, εξακολούθησε την πορεία του μέσα από μεγαλύτερες δυσχέρειες, επειδή οι άντρες του είχαν υποστεί δυσκολότερες δοκιμασίες, περνώντας από τη Μονή Θεολόγου, το Κλεισάρι, την Επισκοπή, κάτω από την «Κλεισοβίτσα», φτάνοντας στα Καλύβια – Λεπτοκαρυάς, απ’ όπου και πέρασε τον Καλαμά. Απ’ εκεί, μέσα από τα δερβένια μεταξύ Παραμυθιάς και Ιωαννίνων, πέρασε στους Καλογερικούς – Μύλους.

Επίσης, μέσα από διάφορα τουρκικά τσιφλίκια, έφτασε στο Σούλι, ενώ ο Μ. Λάππας ζήτησε άσυλο από τον φιλάνθρωπο και ευγενέστατο Έλληνα πρόξενο στην Πρέβεζα, κύριο Σούντια. Στον Άγιο Παντελεήμονα, τρεις ώρες μακριά από την Πρέβεζα, πλησίον του Λούρου, το επαναστατικό σώμα, παραλίγο να πέσει στα χέρια των εχθρών. Την τελευταία εκείνη στιγμή του φοβερού κινδύνου, συναπάντησε τη συμμορία των Μαριόλη και Στούπα, οι οποίοι τους οδήγησαν σε ασφαλές μέρος, όπου τους περιποιήθηκαν και τους φρόντισαν με αγάπη.

Κατά περίεργη ειρωνεία της τύχης, ο πρώην φοβερός διώκτης και καταστροφέας του φαινομένου της ληστείας, σώθηκε και φιλοξενήθηκε από ληστές.

Από υπερβάλλουσα αγάπη και τρυφερότητα απέναντί του, ο Στούπας προσφέρθηκε να τον ακολουθήσει στα Τζουμέρκα, όπου ο Στεφάνου νόμιζε ότι η επανάστασης είναι ζωντανή και μπορούσε έτσι να πάρει εκδίκηση για όσα συνέβηκαν στην περιοχή του Δέλβινου.

Όταν έφτασε η στιγμή της αναχώρησης, κάποιοι από τους εθελοντές, εξαντλημένοι από την ταλαιπωρία, αρνήθηκαν να τον ακολουθήσουν. Τότε ο αρχιληστής έβγαλε την πάλα και τους απείλησε:

-Εμπρός! – φώναξε, αλλιώς σας παίρνω το κεφάλι, καλύτερα να σας το πάρω εγώ παρά ο Τούρκος!

Ξεκίνησαν όλοι και μέσω Κρανιάς, φτάσανε στον Άγιο Γεώργιο, όπου έγιναν δεκτοί με θερμή υποδοχή από τους κατοίκους. Αφού πέρασαν το ποτάμι της Άρτας, φτάσανε στο Βουργαρέλι, ανεβήκανε στο βουνό Πέτα κι απ’ εκεί στο Δημαρειό, όπου σώζονταν ακόμα τα ίχνη της ένδοξης μάχης που είχε γίνει πριν από λίγες μέρες. Απ’ εκεί, φτάσανε στην κωμόπολη Παλιοκουτσή, που βρίσκονταν στη μεθόριο. Εκεί συναντήσανε τα υπολείμματα της επανάστασης του Ραδοβυζίου, υπό τον Α. Ζέρβα και τους αδελφούς Ζήκα, όπου τις ημέρες εκείνες είχαν σπεύσει διάφοροι εθελοντές από το εξωτερικό.[1]

Ωστόσο η επανάσταση, μετά τη μάχη του Κλειτσόβου, είχε εκπνεύσει κι εδώ, μέσα σε κυκεώνα από ραδιουργίες και αντιπράξεις, αλλά τουλάχιστον με λιγότερες συνέπειες.

Έτσι, κατέφθασαν εκεί και μετά από πολλά, και οι τελευταίοι αναμένοντες στο Ραδοβύζι εξεγερθέντες μαζί με τους ολίγους διασωθέντες του Λυκουρσίου.

Μιλτιάδης Δ. Σεϊζάνης, Η Πολιτική της Ελλάδος και η Επανάστασις του 1878 εν Μακεδονία, Ηπείρω και Θεσσαλία, Εν Αθήναις: Εκ του Τυπογραφείου της Αθηναϊδος, 1878

Μεταφορά στη δημοτική: Ανδρέας Ζαρμπαλάς

[1] Ανάμεσα στους οποίους οι ευγενείς και φιλοπάτριδες νέοι Κ. Συννεφιάς, Α. Βρανάς και Δ. Σταυριανός.

*συμφωνία, σημείο συναντήσεως, ραντεβού

Φωτογραφία άρθρου: Μερική άποψη της Δίβρης

Πηγή: panoramio.com

Κοινοποίηση

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Live Stream

Coming Soon